BLOW-UP (1966)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μικελάντζελο Αντονιόνι
- ΚΑΣΤ: Ντέιβιντ Χέμινγκς, Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, Σάρα Μάιλς, Τζον Κασλ, Τζέιν Μπίρκιν, Βερούσκα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SUMMER CLASSICS
Mod φωτογράφος μόδας κυκλοφορεί αμέριμνος σε λονδρέζικο πάρκο και τραβά ό,τι του αποσπά την προσοχή. Ανάμεσα στις εικόνες που θα εμφανίσει αργότερα, θα εντοπίσει ένα χέρι μ’ ένα πιστόλι που σημαδεύει δυο εραστές και θα πιστέψει εμμονικά πως υπήρξε μάρτυρας φόνου.
Υπάρχουν ταινίες που συντηρούν (και θα συντηρούν παντοτινά) το μύθο τους χάρη στο μυστήριο που περιβάλλει την πλοκή τους. Αν όχι η πρώτη σε μια τέτοια λίστα, το «Blow–Up» στέκει σε υψηλότατη θέση, τολμώντας ν’ απαρνείται και κάθε έννοια του… démodé – κι ας γυρίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’60! Τούτη η ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι ήταν, είναι και θα είναι (η) μόδα.
Θα μπορούσε να είναι ένα απόλυτο… «χυμαδιό» τούτο το φιλμ, όμως, οφείλουμε να το σεβαστούμε σαν ένα έργο Τέχνης, εάν υπερασπιζόμαστε το καινούργιο, τον μοντερνισμό και τον αναρχισμό, τα έργα που τόλμησαν να σπάσουν τους «κώδικες» της κινηματογραφικής αφήγησης, παρουσιάζοντας στο κοινό ένα puzzle μοναδικής δημιουργικότητας και (τόσο) ετερόκλητων στοιχείων, που τα κομμάτια του ούτε παρουσιάζουν μία εικόνα με συνοχή, ούτε και ταίριαξαν «σωστά» στη θέση τους για να τη σχηματίσουν. Από τη μία έχουμε έναν Ευρωπαίο σκηνοθέτη ο οποίος εγκαταλείπει τα θεμέλια του υπαρξιακών προβληματισμών σινεμά του, την προσέγγιση της ευθραυστότητας των ανθρώπινων σχέσεων, και παραδίδεται σαν ένας «τουρίστας» στο ελευθέριο σύμπαν του Λονδίνου εκείνης της περιόδου, για να καταγράψει (τόσο σοκαρισμένος όσο και γοητευμένος) μία σχεδόν φιλοσοφική διάσταση της αλήθειας της πραγματικότητας και της εικόνας της αμφισβήτησής της! Από την άλλη, έχουμε το ίδιο το φιλμικό background της απόλυτης στιγμής του lifestyle και της μόδας που μπορεί να εξουσιάζει κάθε εικόνα, αληθινή ή ψευδή, σε μια «swinging» πόλη σεξουαλικής απελευθέρωσης και διάθεσης αλλαγής στις ηγεσίες, δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στο νέο, στο απομακρυσμένο από οτιδήποτε μεταπολεμικό για την Γηραιά ήπειρο. Και στην τελική, έχουμε τον μεγαλοπαραγωγό Κάρλο Πόντι, ο οποίος δεν είχε κανένα πρόβλημα να εκμεταλλευτεί το ηδονοβλεπτικό θέαμα και την rock αύρα της ταινίας, ποντάροντας σε ένα ξεκάθαρα ανανεωτικό για το σινεμά hype, το οποίο φαινόταν και προσοδοφόρο (πέραν του όποιου καλλιτεχνικού «άλλοθι»).
Η συνάντηση των τριών άνωθεν «παραμέτρων» προκάλεσε κάτι παράδοξα μνημειώδες, ένα «μείγμα» σκηνών που ο Αντονιόνι γύριζε ακόμη και παραβλέποντας τις σεναριακές του κατευθύνσεις, παρασυρμένος από στιγμές και εικόνες της πόλης που του τραβούσαν το ενδιαφέρον, σχεδόν αφήνοντας πίσω του το continuity και την βασική πλοκή του φιλμ, το μυστήριο της μεγέθυνσης μιας τυχαίας φωτογραφίας η οποία φανερώνει (;) ένα όπλο κι έναν άνδρα που κείτεται στο γρασίδι ενός πάρκου. Συνέβη ποτέ αυτό το έγκλημα; Υπήρξε πραγματικά αυτό το πτώμα; Αρκεί η αποτύπωση μιας εικόνας για την πιστοποίηση και τις απαντήσεις που πρέπει να δοθούν γύρω από αυτή την υπόθεση (#diplhs); Η θέαση του πραγματικού (;) πτώματος είναι ένα ακράδαντο πειστήριο ή, πλέον, η κοινωνία μας βιώνει καταστάσεις για τις οποίες δεν μπορούμε να πιστεύουμε ούτε τα μάτια μας;
Όλος αυτός ο γρίφος κορυφώνεται με το ντοκουμέντο της live εμφάνισης του συγκροτήματος των The Yardbirds (λίγους μόλις μήνες πριν το εγκαταλείψει ο Τζεφ Μπεκ) και το ξημέρωμα του φινάλε στο πάρκο, με τη σεκάνς του γηπέδου του tennis, μια συγκλονιστική «παραβίαση» της όποιας συνθήκης του ανθρώπου με το ρεαλιστικό και την παραδοχή μιας επερχόμενης εποχής… τρέλας, μιλιταριστικής, βίαιης, απαξιωτικής για τη σημασία του γήινου βίου. Λες και η καθημερινότητά μας δεν υπήρξε ποτέ! Ο κόσμος μας, τα δικαιώματά του, οι ρόλοι του. Τα πάντα ως ένα προϊόν φαντασίας. Όπως και η αίσθηση της δημοκρατίας στην οποία επιτρέπεται (;) να σκεφτόμαστε. Ο Αντονιόνι μπορεί να μην έχει να προσφέρει καμία απάντηση στον θεατή, σχεδόν άθελά του, όμως, «προφητεύει» με σουρεαλιστικό τρόπο μια κοινωνική δυστοπία που αφαιρεί τη λογική από τους μηχανισμούς της. Όπως το «δει» κανείς…