FreeCinema

Follow us

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΦΩΤΙΑ (2018)

(BEONING)

  • ΕΙΔΟΣ: (Φεστιβαλικό) Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λι Τσανγκ-ντονγκ
  • ΚΑΣΤ: Γιου Α-ιν, Στίβεν Γιαν, Τζουν Τζονγκ-σεό
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 148'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Νεαρός συναντά συγχωριανή του στην πόλη. Έχουν περάσει πολλά χρόνια, δεν τη θυμάται. Εκείνη του ζητά να φροντίζει τη γάτα της όσο θα λείπει σε ταξίδι στην Αφρική. Όταν επιστρέφει, του συστήνει τον καινούργιο της φίλο. Του αρέσει να καίει θερμοκήπια.

Υπάρχει μια σκηνή στο «Παιχνίδι με τη Φωτιά» στην οποία οι τρεις ήρωες βρίσκονται μαζί στην αυλή ενός επαρχιακού σπιτιού και καπνίζουν μαριχουάνα χαζεύοντας το ηλιοβασίλεμα. Ένας εξ αυτών σηκώνεται, πηγαίνει μέχρι την παρκαρισμένη Porsche του και βάζει να παίξει ένα θέμα του Μάιλς Ντέιβις από το «Ασανσέρ για Δολοφόνους» (1958). Η κοπέλα σταματά τα χασκόγελα, βγάζει τη μπλούζα της και αρχίζει να χορεύει γυμνόστηθη. Είναι μια σκηνή άνευ σημασίας. Διαρκεί επτά λεπτά.

Χωρίς να είναι πραγματικά κακό, το φιλμ του Λι Τσανγκ-ντονγκ μας φέρνει (ξανά) αντιμέτωπους με ένα βαθύ πρόβλημα των φεστιβαλικών δημιουργιών οι οποίες επιχειρούν μια άσκηση μη ύφους, παραγνωρίζοντας ακόμη και κάθε φιλμικό είδος. Και σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσω ιδιαίτερα πως η «φεστιβαλική» ταινία δεν αποτελεί κινηματογραφικό είδος. Επειδή, λοιπόν, ο Τσανγκ-ντονγκ νοιάζεται περισσότερο να τον πάρουν (πόσω μάλλον στα σοβαρά…) στο διαγωνιστικό πρόγραμμα ενός φεστιβάλ (όπως οι Κάννες, στην προκειμένη), από το να υπογράψει ένα φιλμ το οποίο θα υπηρετεί στοιχειώδεις κινηματογραφικούς κανόνες αλλά και την επαφή του ως πλήρες έργο με τους θεατές, «Το Παιχνίδι με τη Φωτιά» παραδίδεται σε έναν υπνωτιστικά νωχελικό ρυθμό (ξαναδές διάρκεια), με τη short story τού Χαρούκι Μουρακάμι (στην οποία βασίστηκε) να απλώνεται δίχως… έγνοιες αφηγηματικές σε μια αλληλουχία από σεκάνς πέραν περιγραφής, «ανακαλύπτοντας» κατόπιν μιάμισης ώρας ότι ενδεχομένως να πρόκειται για ταινία μυστηρίου, με την πιο βαρύνουσα σημασία στην πλοκή να έχει να κάνει με τις αναμνήσεις γύρω από… ένα πηγάδι που μπορεί να υπήρχε (ή όχι) κάποτε στο χωριό!

Γενικά έχει πρόβλημα η ιστορία. Νεαρός συναντά στην πόλη της Σεούλ μια συγχωριανή του που ούτε καν θυμάται, εκείνη του προτείνει να βγουν έξω το βράδυ, θα συναντηθούν μερικές φορές, θα υπάρξει σεξ, εκείνη έχει κανονίσει να πάει ένα ταξιδάκι στην Αφρική (έκανε οικονομίες), θα του ζητήσει να πηγαίνει στο δωματιάκι που έχει για διαμέρισμα και να ταΐζει τον γάτο της όσο λείπει, αλλά επιστρέφει με καινούργιο φίλο που γνώρισε στην αλλοδαπή και εμφανίζεται πια παντού μαζί της. Ο φίλος έχει πολλά λεφτά, δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο γι’ αυτόν, κάποια στιγμή εξομολογείται πως του αρέσει να βάζει φωτιά σε θερμοκήπια, ανά δίμηνο περίπου, το βρίσκει ψυχοθεραπευτικό.

Κάπως έτσι έχει περάσει μιάμιση ώρα. Και η κοπέλα εξαφανίζεται. Ο κεντρικός ήρωας δεν τη βρίσκει πουθενά, στην πόλη μαθαίνει πως είναι συνηθισμένη τακτική ανθρώπων που υπερχρεώνουν τις πιστωτικές τους κάρτες και «χάνονται» για να μην πληρώσουν ποτέ τις δόσεις τους. Πάνε σε άλλες γειτονιές, πόλεις, όπου βρουν μια άκρη για να συνεχίσουν να ζουν, σαν με «άλλη» ταυτότητα. Αλλά κάποιες λεπτομέρειες δηλώνουν πως εδώ δεν πρόκειται για απλό φευγιό. Ακόμη και σε αυτή, την τελευταία ώρα του έργου, ο Τσανγκ-ντονγκ σχεδόν προσπαθεί να αποφύγει το ύφος ενός θρίλερ μυστηρίου, θέλοντας να μας πει ότι η καχυποψία του ήρωα (με την οποία «ταυτιζόμαστε», προφανώς) μπορεί να είναι και μια σκέτη ανοησία. Από την άλλη, μας φέρνει αντιμέτωπους με την έλλειψη εμπιστοσύνης που πρέπει να δείχνουμε (τελικά) προς το ανθρώπινο είδος, την ευκολία τού να ζει κανείς μέσα σε ένα ψέμα και άλλες στερεότυπες σκέψεις και «προβληματισμούς». Κινηματογραφικά, έχει αισθητική όλο αυτό και ο άνθρωπος είναι ένας σοβαρός επαγγελματίας. Όταν, όμως, πας να τοποθετήσεις τούτο το έργο μέσα σε ένα πλαίσιο είδους, εκεί τα πάντα καταρρέουν εξαιτίας της αντίληψης της φεστιβαλικής δημιουργίας, η οποία παίζει (πρωτίστως σεναριακό) «κρυφτούλι» και με το όποιο genre αλλά και με τον θεατή, ο οποίος δεν έχει να ελπίζει σε τίποτε καλύτερο από μια «ξαφνική» έκρηξη στο φινάλε. Προφανώς και θα συμβεί έτσι, διαφορετικά μάλλον θα είχαμε μείνει σύξυλοι και με ένα μη φινάλε…

Κρίμα για τον σκηνοθέτη του θαυμάσιου «Milyang» (2007), να καταφεύγει σε «λογοτεχνικής» φύσεως αόριστους διαλόγους και (ενίοτε) εύκολους εντυπωσιασμούς (το – άδοξο – χτίσιμο του σασπένς μέσα από τις σεκάνς των οδικών παρακολουθήσεων, για παράδειγμα), δίχως να παραδέχεται ότι στην πραγματικότητα έχει «ολοκληρώσει» ένα έργο που έχει… «κάψει» το σενάριο (μαζί με κάθε αφηγηματική δομή). Όχι άλλα «σινεφιλικά» εγκαύματα, έλεος πια!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Δράμα σχέσεων που δεν έχει κάτι το πραγματικά δραματικό, θρίλερ μυστηρίου που αυτο-αναιρεί τα «μυστικά» του σαν να σου λέει πως δεν είχε τέτοιον σκοπό. Τίποτα το καινούργιο κινηματογραφικά, πέραν της «φεστιβαλικής» άφεσης σε έναν αφηγηματικό ρυθμό που γίνεται ένα με την ασημαντότητα της πλοκής. Θα μπορούσε να είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα σπαζοκεφαλιά γύρω από την εγκληματική φύση του ανθρώπου, αλλά ο Λι Τσανγκ-ντονγκ έχει (σαφώς) επιλέξει το «κάψιμο», πιστός στον τίτλο του έργου. Θα δεις να γράφονται «παπάδες» (όπως συνήθως). Μην πεις ότι δεν σε είχα προειδοποιήσει.


MORE REVIEWS

TATAMI: Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ

Ιρανή αθλήτρια που συμμετέχει στο παγκόσμιο πρωτάθλημα judo λαμβάνει τελεσίγραφο από την Κυβέρνηση της χώρας της ν’ αποσυρθεί από τους αγώνες, προκειμένου να εκλείψει η πιθανότητα να βρεθεί αντιμέτωπη με Ισραηλινή judoka. Εκείνη, όμως, θέλει πάση θυσία το χρυσό μετάλλιο.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΗΣΤΕΙΑ

Απόπειρα ληστείας χρηματαποστολής πηγαίνει εντελώς λάθος εξαιτίας του φύλακα - οδηγού του θωρακισμένου φορτηγού και πρώην αστυνομικού, ο οποίος για συνοδηγό έχει τον γιο του και με καμία δύναμη δεν πρόκειται να τον αφήσει να πάθει κακό.

ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΓΛΥΚΟ

Η 70χρονη Μαχίν ζει μόνη στην Τεχεράνη από τότε που έμεινε χήρα και η κόρη της μετανάστευσε στην Ευρώπη μαζί με τα εγγόνια της, δραπετεύοντας από το αφιλόξενο ιρανικό καθεστώς. Μια μέρα, όμως, η ερωτική της ζωή θ’ αποκτήσει νέα πνοή και η καρδιά, μαζί με το σπίτι της, θ’ ανοίξει και πάλι για έναν άνδρα. Το αναπάντεχο flirt τους θα εξελιχτεί σ’ ένα βράδυ που από κάθε άποψη θα μείνει αξέχαστο.

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ & ΤΟ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Όταν εξαιτίας απροσεξίας η μικρούλα πριγκίπισσα Άιλα απελευθερώνει τα κακά πνεύματα του πάγου, προ της απειλής να πέσει παγωμένη βαρυχειμωνιά σε όλο τον κόσμο, η μητέρα της, Βασίλισσα του Χιονιού, δέχεται τη βοήθεια της Γκέρντα και του Κάι μήπως και προλάβει τη ζημιά. Το μοχθηρό πνεύμα του Βορρά, όμως, είναι πανίσχυρο…

ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ

Χειμώνας του 1838 και ο συμβολαιογράφος Τόμας Χάτερ ταξιδεύει μέχρι τα Καρπάθια Όρη για να κλείσει τη συμφωνία πώλησης ενός παλιού οικήματος της πόλης του στον εκκεντρικά δυσπρόσιτο κόμη Όρλοκ. Κανείς, όμως, δεν υποψιάζεται πως ο πραγματικός στόχος του Όρλοκ είναι να κάνει δική του τη σύζυγο του Χάτερ.