FreeCinema

Follow us

Η ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ (2015)

(BELLES FAMILLES)

  • ΕΙΔΟΣ: Ροματική Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Πολ Ραπενό
  • ΚΑΣΤ: Ματιέ Αμαλρίκ, Μαρίν Βακτ, Ζιλ Λελούς, Νικόλ Γκαρσιά, Τζέμα Καν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS

Ένας μεσήλικας Γάλλος businessman που ζει στη Σαγκάη επισκέπτεται αστραπιαία το Παρίσι για να δει τη μητέρα του. Μαθαίνει, όμως, για τη μεγάλη διαμάχη για την πώληση του πατρικού σπιτιού του κι αποφασίζει να επιλύσει την υπόθεση μια και καλή.

Κομεντί με συγκρούσεις για τα κληρονομικά και την κυριότητα σπιτιών που καταλήγουν στην αποκάλυψη οικογενειακών μυστικών αλλά και απροσδόκητων ερώτων έχουμε δει πολλές, και οι περισσότερες (σύγχρονες, τουλάχιστον) είναι υπό του μετρίου (ατυχή παραδείγματα το «Μια Καλή Χρονιά» του Ρίντλεϊ Σκοτ με εξαιρετικό καστ αλλά αναιμικό σενάριο, ή το «ηλικιωμένο» από όλες τις απόψεις, αν και με επίσης εντυπωσιακό καστ, «Ένα Σπίτι στο Παρίσι»). Αυτή η γαλλική παραγωγή του 2015 (ουδέν σχόλιον…) όχι μόνο επιβεβαιώνει αυτόν τον κανόνα (εντάξει, εγώ τον «δημιούργησα», αλλά σας προκαλώ να διαφωνήσετε!), αλλά είναι τόσο άνευ λόγου ύπαρξης κι ουσίας, που κατεβάζει τον μέσο όρο ακόμα χαμηλότερα.

Ο Ζερόμ, λοιπόν, κάνει ένα ταξίδι αστραπή στο Παρίσι λίγο πριν από ένα πολύ σημαντικό για την καριέρα του συνέδριο στο Λονδίνο, όπου θα συνοδεύεται από τη συνεργάτιδα και σύντροφό του Τσεν-Λιν, μια πανέμορφη και πανέξυπνη Κινέζα με την οποία φαινομενικά έχουν την τέλεια σχέση. Στην πρώτη του οικογενειακή συνεύρεση μαθαίνει πως το πατρικό του, ένα μέγαρο σε μικρή πόλη, δεν έχει πουληθεί ακόμα, καθώς δύο πλευρές ερίζουν για το δικαίωμα αγοράς του. Θέλοντας να βγάλει μιαν άκρη, πηγαίνει ο ίδιος εκεί, όπου τον κατακλύζουν οι αναμνήσεις τού γλυκόπικρου παρελθόντος, ξανασυναντώντας ταυτόχρονα και τους ανθρώπους που άφησε πίσω. Γνωρίζει και μια ατίθαση κοπέλα που κι εκείνη ισχυρίζεται πως έχει δικαίωμα στο σπίτι του, και η ζωή του αλλάζει ανεπανόρθωτα.

Ο Φρανσουά Τρυφό είχε πει κάποτε, θρασύτατα και κακιασμένα, πως «υπάρχει κάποια ασυμφωνία μεταξύ των όρων ‘βρετανικό’ και ‘σινεμά’» (το οποίο έκανε τον Στίβεν Φρίαρς να αναφωνήσει το περίφημο «Bollocks to Truffaut!» σε ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα). Εγώ θα παραφράσω τον μακαρίτη Γάλλο δημιουργό λέγοντας πως «υπάρχει κάποια ασυμφωνία μεταξύ των όρων ‘γαλλική’ και ‘κωμωδία’» (πέραν του μέγιστου Τατί, φυσικά). Πάρτε μια χούφτα παραδείγματα από τη σωρεία γαλλικών «κωμωδιών» που κατακλύζουν τα θερινά σινεμά της χώρας μας τα τελευταία χρόνια και θα πάρετε μια ιδέα περί της συγκεκριμένης αναφοράς… Συνοπτικά, στην προκειμένη ταινία, θα παρακολουθήσετε επί σχεδόν δύο ώρες ένα μάτσο χαρακτήρες σε υστερικό mode, όλοι τους στα πρόθυρα νευρικής κρίσης ακόμα κι όταν δεν τσακώνονται αναμεταξύ τους, σκηνοθετημένοι από τον Ραπενό λες και παίζουν σε ερασιτεχνικό video (στην πλειοψηφία των σκηνών), με ένα παιδιάστικο στόρι και μια αποτυχημένη απόπειρα να συνδυάσει χιούμορ, δράμα και ρομάντζο, το οποίο έρχεται από εκεί που έχεις τις υποψίες σου αλλά αρνείσαι να πιστέψεις πως θα συμβεί, μέχρι που το βλέπεις, τραβηγμένο απ’ το σεναριακό του μαλλί, καθώς ο 40φεύγα κεντρικός πρωταγωνιστής ερωτεύεται άνετα την 20άρα κοπέλα που παίζει να είναι και… ετεροθαλής αδελφή του, χωρίς το παραμικρό σχόλιο στους διαλόγους για την προφανέστατη διαφορά ηλικίας και την έλλειψη χημείας μεταξύ του αιώνια ναρκισσιστή Ματιέ Αμαλρίκ (ετών 50 τη χρονιά που γυρίστηκε η ταινία) και της σαν-τα-κρύα-τα-νερά 24χρονης τότε Μαρίν Βακτ…

Το απίστευτα απαράδεκτο φινάλε (συγγνώμη κιόλας που σας το χαλάω, αλλά δεν είναι και το μέγα #spoiler – ανατροπή τύπου «Συνήθεις Ύποπτοι»), στο οποίο ο μεσήλικας ήρωας έχει ένα από αυτά τα γλυκερά, κατηγορίας Μεγκ Ράιαν rom com happy endings με την πιτσιρίκα, ενώ η Κινέζα πρώην σύντροφός του τα φτιάχνει με τον μοναδικό άλλο… Κινέζο που εμφανίζεται «βολικά» προς το τέλος του φιλμ (παρεμπιπτόντως, η «Κινέζα» Τζέμα Καν, γεννημένη και μεγαλωμένη στο Λονδίνο, γνωστή από τη βρετανική σειρά «Humans», υποχρεώνεται να «υποδυθεί» τον ρόλο της με μια… ψευτοκινέζικη προφορά πάνω από τα «σπαστά» αγγλικά της!), σε μια απίστευτα αναχρονιστική σεναριακή κίνηση, μέσα στο έτσι κι αλλιώς παλαιομοδίτικο περιβάλλον αυτής της, τελικά, θλιβερής παραγωγής που βρωμάει ναφθαλίνη ή / και ξαναζεσταμένο φαγητό (δική σας η επιλογή μεταφοράς) από χιλιόμετρα μακριά.

Όταν οι γαλλικές «κωμωδίες» μπουν στον 21ο αιώνα, ξαναφωνάξτε με. Αλλά φοβάμαι πως, μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα, θα έχουν προβληθεί ένα κάρο άλλες σαν κι ετούτη – και χειρότερες ακόμη, φοβούμαι…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν έχεις πληρώσει εισιτήριο και για άλλες «ευχάριστες» γαλλικές ταινίες αυτό το καλοκαίρι (αυτή η μάστιγα!) και, κυρίως, πέρασες καλά, τότε γιατί όχι; Δεν είναι και η χειρότερη που θα δεις σε τούτη τη σεζόν (ας μην κουβεντιάσουμε το έτος, καλύτερα…)! Οι υπόλοιποι ξέρετε, δεν χρειάζεται καν να σας νουθετήσω…


MORE REVIEWS

GODZILLA MINUS ONE

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σικισίμα επιστρέφει σ’ ένα κατεστραμμένο Τόκιο, γεμάτος ενοχές από τη φήμη του kamikaze πιλότου που δεν θυσιάστηκε για πατρίδα του. Θα προστατεύσει μια νεαρή κοπέλα που έχει υιοθετήσει ένα ορφανό μωρό και θα συγκατοικήσουν αναζητώντας τη γαλήνη, καθώς η πόλη αρχίζει να στέκεται ξανά στα πόδια της, ώσπου να εμφανιστεί… ένα γιγάντιο και μεταλλαγμένο από πυρηνικές δοκιμές τέρας.

ΠΕΣΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ

Μεροκαματιάρης εργάτης με «αθώο» πρόβλημα αλκοολισμού γνωρίζει προλετάρια «αδελφή ψυχή» σε karaoke bar, εμφανίζεται το ενδεχόμενο του ρομαντικού σκιρτήματος, μα η κακοτυχία δέρνει και τους δύο, λες κι η μοίρα δεν επιθυμεί την ένωσή τους.

ΣΙΩΠΗΛΗ ΟΡΓΗ

Πατέρας που πενθεί τον θάνατο του γιου του, ορκίζεται να εκδικηθεί τις συμμορίες ναρκωτικών που μεταμόρφωσαν τη ζωή του σε βουβό δράμα. Όταν μιλούν τα πιστόλια, ποιος έχει ανάγκη τα λόγια;

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στο Σέιλεμ, ομάδα από νεαρά αγόρια και κορίτσια ανακαλύπτει κατά τύχη ένα καταραμένο μαχαίρι. Μέσα από μια σειρά από flashbacks, μαθαίνουμε πως το συγκεκριμένο αντικείμενο υπήρξε η αφορμή για πολλούς θανάτους και καταστροφές στο παρελθόν. Η χρήση του σε δαιμονικά παιχνίδια μεταξύ των παιδιών, αποκαλύπτει μια μικρή λεπτομέρεια: ο κάθε χαμένος, πεθαίνει πραγματικά!

ΦΟΝΙΣΣΑ

Σ’ ένα νησιωτικό χωριό, γύρα στα 1900, η γιαγιά Φραγκογιαννού αποφασίζει να κάνει πράξη αυτό που της δίδαξε η ζωή: απαλλάσσει βρέφη θηλυκά και μικρά κορίτσια από τη μαρτυρική εμπειρία του να μεγαλώσουν και να υποταχθούν σε μια σκληρή κοινωνία ανδροκρατίας, που μόνο βάσανα και δυστυχία μπορεί να τους προσφέρει.