ΚΤΗΝΟΣ (2018)
(BEAST)
- ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Πιρς
- ΚΑΣΤ: Τζέσι Μπάκλεϊ, Τζόνι Φλιν, Τζέραλντιν Τζέιμς, Τρίσταν Γκραβέλ, Όλγουεν Φουέρε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Νεαρή γυναίκα ερωτεύεται γοητευτικό απόκληρο και βασικό ύποπτο σειράς άγριων δολοφονιών που έχουν τρομοκρατήσει τη μικρή, απομονωμένη κοινότητα όπου ζει, μόνο για να έρθει τελικά αντιμέτωπη με το δικό της σκοτεινό παρελθόν.
Μεγάλου μήκους σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο δια χειρός Μάικλ Πιρς, το «Κτήνος» είναι ένα αναζωογονητικό crime φιλμ με δόσεις μυστηρίου και οικογενειακού δράματος που ξέρει να «παίζει» υποδειγματικά με τις προσδοκίες του θεατή, επιβεβαιώνοντάς τες με την ίδια ευκολία που (λίγο μετά) έρχεται για να τις διαψεύσει, και με μια βραδύκαυστη whodunnit ιστορία κατά την εξέλιξη της οποίας ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το ποιος είναι ο πραγματικός θύτης και ποιος το θύμα.
Βασισμένο χαλαρά στην ιστορία του Έντουαρντ Πάισνελ, ενός διαβόητου sex offender που είχε αναστατώσει την ήσυχη κοινωνία της βρετανικής νήσου Τζέρσεϊ (της περιοχής όπου πραγματοποιήθηκε και το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων) κατά τη δεκαετία του ’60, το ντεμπούτο του Πιρς στη μεγάλη οθόνη είναι ένα εν μέρει (αυτο)βιογραφικό έργο (ο ίδιος γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί) για τη διαιωνιζόμενη συμπεριφορική «τοξικότητα» των πάσης φύσεως «κλειστών» κοινωνιών, εδώ λειτουργώντας ιδανικά στο περιθώριο μιας (φαινομενικά) παραδοσιακής crime αφήγησης με πυρήνα δράσης ένα ιδιάζον και «βρώμικο» love story.
Μετά από ένα τραυματικό περιστατικό που της στέρησε μια κανονική παιδική ζωή, η Μολ (Μπάκλεϊ) εξακολουθεί να ζει με τους γονείς της και πιο συγκεκριμένα κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της αυταρχικής της μητέρας, Χίλαρι (Τζέιμς). Επωμιζόμενη την καθημερινή φροντίδα του πατέρα της που πάσχει από Alzheimer και κάνοντας μια δουλειά που σιχαίνεται (εκείνη του εποχικού ξεναγού), υπομένει στωικά τη βαρετή ζωή της, προδιαγεγραμμένη καθώς είναι πια εξαιτίας ενός παιδικού «λάθους». Μια μέρα, η Μολ θα γνωρίσει τον μοναχικό και μυστηριώδη Πασκάλ (Φλιν), και τότε τα πάντα θ’ αλλάξουν, ακόμα και αν αυτό σημαίνει την οριστική ρήξη των οικογενειακών σχέσεων, μιας που το οικείο περιβάλλον δεν μοιάζει διατεθειμένο να εγκρίνει αυτή τη σχέση. Οι ισορροπίες, όμως, πρόκειται να διασαλευτούν και πάλι, όταν ο Πασκάλ αποτελέσει τον βασικό ύποπτο μιας σειράς σεξουαλικών εγκλημάτων που έχουν ως στόχο όμορφες, νεαρές γυναίκες. Ακριβώς όπως η Μολ, δηλαδή.
Υπάρχει μια άγρια ομορφιά που χαρακτηρίζει τούτο το φιλμ και μια υποδόρια ψυχολογική δύναμη που το σαρώνει από την αρχή μέχρι και το τέλος, σαν ορμητικό κύμα που σκάει σε κοφτερά βράχια, μόνο για να «ξαναμαζευτεί» και να επιστρέψει ακόμη πιο σφοδρό, ακόμη πιο «τυφλό» μέσα στη δύναμή του. Έτσι ακριβώς λειτουργούν και οι χαρακτήρες τού Πιρς, άνθρωποι με καταπιεσμένες ανάγκες και πάθη που συσσωρεύονται επί χρόνια και που όταν ξεσπάσουν δεν υπάρχει γυρισμός, μόνο βαθύτερος πόθος (ή δίψα;) για μια συναισθηματική απελευθέρωση διαρκή – και γι’ αυτό σωτήρια. Θα δεις εκεί έξω το «Κτήνος» να διαφημίζεται ως ταινία μυστηρίου, αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό. Σίγουρα το crime στοιχείο υπάρχει, περισσότερο όμως εξυπηρετώντας ρόλο αφετηρίας για την εξιστόρηση των γεγονότων που αφορούν τη ζωή της Μολ. Η αίσθηση πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται είναι διάχυτη από την αρχή, με το μοντάζ της Μάγια Μαφιόλι να κόβει και να ράβει, δημιουργώντας εντυπώσεις και μια βασική κατεύθυνση πλοκής που σύντομα υποχωρεί (εσκεμμένα πάντα) υπό το βάρος νέων αποκαλύψεων. Ουσιαστικά, με αυτές ξεκινά μια ακόμη ιστορία για έναν ψυχωτικό κατά συρροή δολοφόνο, για να καταλήξει σε μια twisted ιστορία αγάπης με προεκτάσεις σεξουαλικής αφύπνισης και την ιδέα του «κτήνους» πολύ πιο δυσδιάκριτη απ’ ό,τι ο απρόσωπος τίτλος του έργου αφήνει να εννοηθεί.
Τα πάντα εδώ επιτελούν το δικό τους έργο: από τη φυσική, σχεδόν μυστηριακή ομορφιά του τοπίου και την παραμυθένια σκηνοθεσία του Πιρς, μέχρι την (εκ πρώτης όψεως) συμβατική ιστορία, και από εκεί στη λεπτή αποκρυπτογράφηση των χαρακτήρων, όλα είναι μελετημένα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας προκειμένου το «Κτήνος» να σταθεί σαν ανεξάρτητο ψυχολογικό θρίλερ – και σε αυτό τα καταφέρνει περίφημα. Πέρα από το προσεγμένο στυλιζάρισμα που κατά κάποιον τρόπο επιτάσσει η μορφολογία της περιοχής, και που μαζί με το σεναριακό αίνιγμα των χαρακτήρων (ποιος είναι το κτήνος στ’ αλήθεια;) φέρνουν στον νου το cult αριστούργημα του Ρόμπιν Χάρντι «The Wicker Man» (1973), το φιλμ του Βρετανού δημιουργού στέκει μόνο του σαν ένα εξαιρετικά ευφυές ντεμπούτο πάνω στην ανθρώπινη διττή φύση, με τον Πιρς να χρησιμοποιεί τα κινηματογραφικά του μέσα με τρόπο απλό αλλά αρκούντως θαυμαστό, προκειμένου να ανακατεύει διαρκώς την «τράπουλα» μέχρι και το τελευταίο λεπτό, μιας φανταστικής κλιμάκωσης που αφήνει πολλά περιθώρια για μια ανάλυση… διπλή.