Η ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ (2023)
(BASTARDEN)
- ΕΙΔΟΣ: Ιστορικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νίκολαϊ Άρσελ
- ΚΑΣΤ: Μαντς Μίκελσεν, Αμάντα Κόλιν, Σιμόν Μπένεμπιεργκ, Μελίνα Χάγκμπεργκ, Γκούσταβ Λιντ, Κρίστιν Κούγιατ Θόρπ, Γιάκομπ Λόμαν, Μάγκνους Κρέπερ, Τόμας Β. Γκέιμπρελσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 127'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Αφήνοντας πίσω του μια παρασημοφορημένη καριέρα εικοσιπέντε ετών στον γερμανικό στρατό, ο Λούντβιγκ Κέιλεν επιχειρεί να καθαρίσει το παρελθόν της ταξικής του προέλευσης, υποσχόμενος στον Βασιλιά τη δημιουργία μιας αποικίας στο πιο σκάρτο κομμάτι γης της Γιουτλάνδης του 18ου αιώνα, δίχως να φαντάζεται τα εμπόδια που έχει ν’ αντιμετωπίσει.
Είχαμε πολλά χρόνια να δούμε τέτοιο έργο. Που να παίρνει ένα θέμα απλό, ανθρώπινης θέλησης, αγώνα και πείσματος, και να το μετατρέπει σε επικό σινεμά λαϊκής απήχησης. Σε ιστορικό πλαίσιο εποχής, εκπροσωπώντας ένα genre το οποίο πολλάκις φορτωνόταν τη ρετσινιά του «ακαδημαϊκού» κινηματογράφου (φευ!). Ο Νίκολαϊ Άρσελ (ευτυχώς) δεν επιχειρεί να το αλλάξει ή να το «ανανεώσει» (όπως είθισται να λέμε, πλέον), τηρεί κανόνες old-school φιλμικής γραφής και από σεβασμό και από κατανόηση, και στην τελική παραδίδει μαθήματα ανάπτυξης αφήγησης και οικονομίας χρόνου ταυτόχρονα, σε μια περίοδο όπου παραγωγοί και δημιουργοί συμπαρασύρουν το κοινό σ’ ένα πανηγύρι ακατάσχετης (και αδιανόητα πολύωρης) φλυαρίας. Ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε…
Με την τραχιά εκφραστικότητα (και ωριμότητα) του Μαντς Μίκελσεν που ευνοεί την ταύτιση, ο κεντρικός ήρωας δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα(ς) μπάσταρδο(ς) (ουσιαστικά αυτός είναι και ο δανέζικος τίτλος του φιλμ), ένας μοναχικός στρατιώτης του ήθους, καρπός της παράνομης σχέσης μιας υπηρέτριας κι ενός ευγενή, ο οποίος φτάνει στον χερσότοπο της Γιουτλάνδης του 1755 με το όραμα να καλλιεργήσει τη γη και να χτίσει μια αποικία στο όνομα του Βασιλιά, με αντάλλαγμα να του δοθεί ένας τίτλος ευγενείας. Το τελευταίο, ειδικά, θα του επιτρέψει να βγάλει από πάνω του ένα ταξικό στίγμα που πληγώνει την αξιοπρέπειά του (όσο και την ίδια του την ύπαρξη).
Ο τόπος τον οποίο επιλέγει ο Λούντβιγκ Κέιλεν είναι ένα χαμένο στοίχημα για τη βασιλική αυλή, που προωθεί το project ευρύτερα, έτσι ώστε ν’ αυξήσει τα πλούτη της από πιθανές μελλοντικές καλλιέργειες, γι’ αυτό και (σχεδόν κοροϊδευτικά και με αφορμή την προέλευση του ήρωα) του δίνει μια σχεδόν πλαστή υπόσχεση, χωρίς τη φιλοδοξία να δει θετικά αποτελέσματα.
Ο Λούντβιγκ δεν έχει ν’ αντιμετωπίσει μονάχα μια στέρφα γη και τις κλιματολογικές συνθήκες (ενίοτε μέχρι και ψύχους) που στέκουν ως πρωταρχικό εμπόδιο. Η περιοχή είναι γεμάτη από παράνομους που κρύβονται στα δάση και κατακλέβουν οτιδήποτε περιουσιακό τις νύχτες, εργατικά χέρια δύσκολα βρίσκονται, οι οικονομίες του είναι πενιχρές και ένας σαδιστής κι αλαζόνας γαιοκτήμονας, ο Φρέντερικ Ντε Σίνκελ, γίνεται ο χειρότερος εχθρός του, απαιτώντας από τον Λούντβιγκ να τα παρατήσει όλα και να εξαφανιστεί από τις συγκεκριμένες εκτάσεις που θέλει να πιστεύει ότι του ανήκουν. Ο τελευταίος δείχνει αποφασισμένος να πολεμήσει κάθε απειλή και κακουχία, υποστηρίζοντας την πλευρά της νομιμότητας με τη βούλα του Βασιλιά. Φυσικά, ακολουθεί κανονικός πόλεμος.
Υπό μία θεματική σκοπιά, η «Γη της Επαγγελίας» μου έφερε στον νου το θαυμάσιο δίπτυχο των «Ζαν ντε Φλορέτ» και «Η Μανόν των Πηγών» (1986) του Κλοντ Μπερί. Εδώ, όμως, ο Νίκολαϊ Άρσελ διαπραγματεύεται κάτι πλουσιότερο και πολύ πιο σύνθετο (από μια δραματική, έως και θανάσιμη κόντρα κακής γειτονίας) σε ιστορία, στήνοντας μια ολόκληρη «τοιχογραφία» κοινωνικού σχολιασμού με πολιτικές πτυχές και παράλληλα ζητήματα ταξικής εξουσίας, σχέσης φύλων, ξενοφοβίας, ρατσισμού, μισογυνισμού και εργασιακής εκμετάλλευσης από «αρίστους». Προβλήματα σαφώς διαχρονικά, που ακόμη κι από τους θεατές του σήμερα μπορούν να εκμαιεύσουν ποικίλα συναισθήματα και μια οργή για δικαίωση, για το δίκιο που πνίγει τον Λούντβιγκ.
Γεμάτη από υποπλοκές που προκαλούν την έκπληξη για το πόσο πετυχημένα τις διαχειρίζεται ο Άρσελ εντός δύο ωρών (το υλικό θα μπορούσε να βγάλει μέχρι και mini series!) μονάχα, η «Γη της Επαγγελίας» αποτελεί ένα καθηλωτικό έργο δραματικών ανατροπών οι οποίες περιστρέφονται γύρω από έναν χαρακτήρα που προδιαθέτει σοβαρό νοιάξιμο γι’ αυτό που παρακολουθούμε, δίχως σεναριακό «συγχωροχάρτι» για κάθε του απόφαση ζωής. Δεν ανακαλύπτει την Αμερική στο είδος του ιστορικού (η πλοκή βασίζεται σε υπαρκτό πρόσωπο) δράματος εποχής ο Άρσελ, ούτε μας κάνει «μόστρα» έργου μεγαλόπνοου. Του αρκεί που θα βγείτε από την κινηματογραφική αίθουσα χορτασμένοι, από θέαμα συναρπαστικό, με ψυχή και αλήθειες. Με δυνατές ερμηνείες, με άψογο επίπεδο παραγωγής και στιγμές larger than life. Ωραίο σινεμά!