ΑΡΓΚΑΪΛ (2024)
(ARGYLLE)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάθιου Βον
- ΚΑΣΤ: Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, Σαμ Ρόκγουελ, Χένρι Κάβιλ, Τζον Σένα, Μπράιαν Κράνστον, Κάθριν Ο'Χάρα, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Σοφία Μπουτέλα, Αριάνα ΝτεΜπος, Ντούα Λίπα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 139'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Διάσημη συγγραφέας σειράς ευπώλητων, με ήρωα μυστικό πράκτορα που προσπαθεί να ξεσκεπάσει παγκόσμιο συνδικάτο κατασκόπων, θα ζήσει την αληθινή περιπέτεια όταν γίνει στόχος αντίπαλων μετώπων κατασκόπων οι οποίοι αντιλαμβάνονται ως… προφητική την πλοκή των βιβλίων της και… σκοτώνονται για να μάθουν το φινάλε του επόμενού της!
«Έδειρε» με το «Kick–Ass» (2010). Κατάφερε να κάνει franchise το «Kingsman» (2014). Και σήμερα… επιχειρεί να επανεφεύρει τον εαυτό του με το «Άργκαϊλ»; Ή μήπως ο Μάθιου Βον, απλά, πατάει εκ του ασφαλούς με συνταγή – σιγουράκι και αλλάζει ελαφρώς το καταστασιακό «κοστουμάκι»; Πιο κοντά στο δεύτερο βρίσκεται η απάντηση, που εγγυάται ψυχαγωγία μεγάλης οθόνης, με κάποιες βασικές ενστάσεις που έχουν να κάνουν με την (τρομακτική) ποσότητα του… post production.
Το μοτίβο του συγγραφέα που βιώνει τα παθήματα και τις περιπέτειες των ηρώων του στην πραγματικότητα δεν είναι καινούργιο «φρούτο» (πρόσφατο – και ατυχές – παράδειγμα η «Χαμένη Πόλη» με την Σάντρα Μπούλοκ). Και η επανάληψη δεν είναι κάτι κακό, εάν το φιλμικό εγχείρημα δουλεύεται με νοιάξιμο. Η μεγάλη εναρκτήρια σεκάνς του «Άργκαϊλ», όμως, αν και φροντισμένο στην παραγωγή του, παρουσιάζει μια Σαντορίνη τόσο… ψηφιακή, που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν έγιναν έστω και ελάχιστα γυρίσματα στο ελληνικό νησί! Προφανώς, η σκηνή καταδίωξης δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να έχει γυριστεί στο συγκεκριμένο location, όμως, οι δόσεις υπερβολής στο ψέμα σε κάνουν να νοσταλγείς τις παλιές καλές εποχές του Τζέιμς Μποντ, ο οποίος εννοείται πως διακωμωδείται (σε κάποιο βαθμό και) εδώ (όπως και σε κάθε πρακτορική περιπέτεια με χιουμοριστικά στοιχεία που σέβεται τον εαυτό της).
Πριν επιστρέψω στο κομμάτι της χρήσης των οπτικών εφέ, να επαινέσω τον Βον για την θεοπάλαβη σύλληψη του παράλληλου μοντάζ στο «υποκειμενικό» βλέμμα της ηρωίδας του, η οποία χάνει τον μπούσουλα όταν… άλλα παρακολουθεί η ματιά της και άλλα η φαντασία της, καθώς γίνεται στόχος εγκληματιών εντός τρένου και βρίσκει έξαφνα έναν «φύλακα άγγελο» στο πρόσωπο του Έινταν, ενός αληθινού μυστικού πράκτορα με εμφάνιση που καθόλου δεν φέρνει στον νου τον μυθιστορηματικό Άργκαϊλ. Bonus points για τη χρήση του καρα-disco classic «Do Ya Wanna Funk» και συνολικά για το παιχνιδιάρικο soundtrack που προσθέτει ακόμη περισσότερο fun σε διάφορες σκηνές (αρκεί να γνωρίζεις και τα τραγούδια…).
Οι σεκάνς δράσης (και ειδικά εκείνες στις οποίες η συγγραφέας Έλι Κόνγουεϊ δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τον Έινταν από τον Άργκαϊλ) απαιτούσαν κότσια σε χορογραφίες σωματικής πάλης και με τόσο CGI σίγουρα θα έκαναν τους μοντέρ της ταινίας να δοκιμάσουν το… hara-kiri. Για να καταλήξω και στον Βον, που (λογικά) ίσως πέρασε περισσότερο χρόνο μαζί τους, παρά στα γυρίσματα. Το «Αργκαϊλ» είναι ο τύπος του φιλμ που σήμερα θεωρείς ότι σκηνοθετήθηκε από τους δημιουργούς των… εφέ του. Παρατηρήστε τη σεκάνς όπου η Έλι κάνει skating και θα με θυμηθείτε. Είναι σαν να βλέπεις cartoon!
Κατά τα άλλα, το «Άργκαϊλ»… (it) delivers (που λένε και στην αλλοδαπή). Έχει φτιαχτεί για χαβαλέ (που κοπάζει λιγάκι από τη Γαλλία κι ύστερα, για να προσθέσει μια επιπλέον «κοιλιά» στο tanker), διαθέτει άπειρες ανατροπές (που δεν ενοχλούν, ακόμη κι όταν παραείναι προβλέψιμες) και υπηρετείται από ένα αποτελεσματικότατα έμπειρο καστ (και μια αξιαγάπητη γατούλα!) που… δεν βαριέται τη ζωή του. Κρίμα για το αντι-ρεαλιστικά αναίμακτο των σκοτωμών (βλέπε PG-13…), σε αντίθεση με το μακελλειό που είχαμε απολαύσει στο «Kingsman». Ευπρόσδεκτο το sequel, το οποίο ίσως κάνει (;) και μια «γέφυρα» μ’ εκείνο το φιλμικό σύμπαν.