FreeCinema

Follow us

ΑΝΤΙΟ ΦΙΛΕ (1968)

(ADIEU L’AMI)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν Ερμάν
  • ΚΑΣΤ: Αλέν Ντελόν, Τσαρλς Μπρόνσον, Μπριζίτ Φοσέ, Ολγκά Ζορζ-Πικό, Μπερνάρ Φρεσόν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE

Βετεράνος λεγεωνάριος του Πολέμου της Αλγερίας, άμα τη επιστροφή του στη Γαλλία, αναλαμβάνει να διαρρήξει το χρηματοκιβώτιο παριζιάνικης εταιρείας. Μπαγαπόντης συμπολεμιστής του μυρίζεται πως κάτι ύποπτο ετοιμάζει και τον ακολουθεί ώστε να πάρει μερίδιο από την μπάζα. Σύντομα, όμως, και οι δυο τους συνειδητοποιούν πως έχουν πέσει θύματα εξαπάτησης.

Το 1968 ο Αλέν Ντελόν ήταν ήδη φτασμένος star. Οι πρωταγωνιστικοί του ρόλοι σε ταινίες μεγάλων Ευρωπαίων σκηνοθετών όπως τα «Ο Ρόκο και τ’ Αδέλφια του» (1960), «Έκλειψη» (1962) και «Γατόπαρδος» (1963), μαζί με την εμπορική (εκτός από καλλιτεχνική) απήχηση που είχαν γνωρίσει αυτές, του είχαν ανοίξει τον δρόμο για το Χόλιγουντ. Οι αγγλόφωνες ταινίες στις οποίες συμμετείχε, όμως, δεν σημείωναν την ίδια επιτυχία (η «Κίτρινη Ρολλς-Ρόυς» του 1965 ήταν η πρώτη εξ αυτών), με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να γυρίσει στην πατρίδα του, συνεχίζοντας σχεδόν από εκεί που είχε σταματήσει. Το 1967 πρωταγωνιστεί στο «Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο» σημειώνοντας μέγα θρίαμβο, με τούτο εδώ να αποτελεί ουσιαστικά τον διάδοχό του (οι σπονδυλωτές «Ιστορίες Μυστηρίου» που μεσολάβησαν δεν μπορούν να υπολογιστούν σαν «δικιά του» ταινία).

Ο Τσαρλς Μπρόνσον την ίδια εποχή αποτελούσε μία εντελώς διαφορετική περίπτωση. Πλησιάζοντας τα πενήντα χρόνια ζωής κι έπειτα από είκοσι χρόνια καριέρας την οποία είχε περάσει είτε ως πρωταγωνιστής σε Β-movies τού τύπου «Ο Γκάνγκστερ με το Μυστηριώδες Αυτόματο» (1958), είτε σαν δεύτερο (ή και τρίτο ακόμη) όνομα σε τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες όπως «Τα Δώδεκα Καθάρματα» (1967), δύσκολα θα μπορούσε να αλλάξει ουσιαστικά την κινηματογραφική του πορεία. Ο ίδιος δεν έβλεπε με θέρμη την προοπτική μιας «ευρωπαϊκής» καριέρας, η αποδοχή όμως της συμμετοχής στο «Αντίο Φίλε», απέβη απόλυτα καθοριστική για το μέλλον του. Ο Μπρόνσον έγινε αμέσως πρώτο όνομα στη Γηραιά Ήπειρο έπειτα από την κυκλοφορία τούτου (η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στο γαλλικό box-office της χρονιάς εκείνης), γεγονός που του άνοιξε τον δρόμο της επιστροφής στα πάτρια εδάφη για ρόλους πρωταγωνιστή πια, με τον «Εκτελεστή της Νύχτας» (1974) να τον καθιερώνει ολοκληρωτικά στα πενήντα τρία του πλέον χρόνια.

Ο Ντελόν και ο Μπρόνσον υποδύονται εδώ δύο λεγεωνάριους που από το μέτωπο της Αλγερίας επιστρέφουν στη Μασσαλία. Ο πρώτος είναι γιατρός που μοιάζει να θέλει να τακτοποιηθεί αφήνοντας πίσω του τις φλόγες του πολέμου, ο δεύτερος αναζητά τη συνεχή δράση, εκφράζοντας μάλιστα την επιθυμία να συνεχίσει τη μισθοφορική του καριέρα στο Κονγκό. Οι δρόμοι τους σμίγουν ξανά στο Παρίσι. Ο ντόκτορ, ως υποχρέωση τιμής σε μακαρίτη συμπολεμιστή του, αποδέχεται την πρόταση φίλης τού συγχωρεμένου, με αποτέλεσμα να πιάσει δουλειά σε πολυεθνική εταιρεία της πρωτεύουσας ως ιατρικός σύμβουλος, με απώτερο σκοπό να διαρρήξει το χρηματοκιβώτιό της κατά το τριήμερο των Χριστουγέννων. Όχι όμως για να κλέψει, αλλά για να… επιστρέψει σε αυτό τραπεζικά ομόλογα που η ξανθιά νεαρή γυναίκα έχει στην κατοχή της.

Ο πιο ελαφρών ηθών συνάδελφος στρατιωτικός, από την άλλη, καταπιάνεται με το κερδοφόρο επάγγελμα του νταβατζή, πλην όμως η περιέργειά του εξάπτεται όταν τυχαία πέφτει πάνω στον παλιόφιλό του, αντιλαμβανόμενος πως μαγειρεύει πονηρή δουλειά της πιάτσας. Χωρίς εκείνος να γνωρίζει τις προθέσεις του, τού γίνεται άμεσα στενός κορσές και ταυτοχρόνως αυτόκλητος συνέταιρος στο έγκλημα. Όταν, όμως, οι δυο τους βρίσκονται μόνοι στους έρημους ελέω εορτών διαδρόμους της μεγάλης εταιρείας, αφενός αντιλαμβάνονται πως τους την έχουν στήσει, αφετέρου πρέπει να βρουν τρόπο να βγουν έξω δίχως να κινήσουν υποψίες. Ακόμα χειρότερα, ο ένας εκ των δύο (σε αντίθεση με τον άλλον) δεν βλέπει τον λόγο για τον οποίο άπαξ και ανοίξουν το χρηματοκιβώτιο να μην πάρουν και ό,τι μετρητό βρουν μέσα, κάτι που εξαρχής δημιουργεί επιπλέον ένταση στις σχέσεις τους.

Η βασική σεναριακή ιδέα του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα ιστοριών εγκλήματος Σεμπαστιάν Ζαμπριζό (το ντεμπούτο τού Κώστα Γαβρά «Το Βαγόνι των Δολοφόνων» σε δικό του βιβλίο βασίζεται) δημιουργεί προσδοκίες σπουδαίας heist movie, αυτές όμως δεν επαληθεύονται απολύτως. Το φιλμ αργεί πολύ να μπει στο θέμα, με την υποπλοκή (ειδικά) του Μπρόνσον ως εκκολαπτόμενου νταβατζή να μπορούσε να λείπει εντελώς, αφού οδηγεί στο πουθενά και μόνον εκεί. Όταν, δε, μπαίνει στο ζουμί της υπόθεσης, αφήνει αρκετές αναπάντητες απορίες τόσο γύρω από το χτίσιμο της κομπίνας (τι ήταν αυτά τα ομόλογα που έπρεπε να επιστραφούν;), όσο και στο επιστέγασμα αυτής (η αποκάλυψη του συνδυασμού του χρηματοκιβωτίου γεννά άλλα ερωτήματα που μένουν μετέωρα). Στις σκηνές, όμως, όπου οι δύο βασικοί ήρωες τρώγονται σαν τον σκύλο με τη γάτα κλειδωμένοι σε ένα δωμάτιο άνευ νερού και τροφής, όταν κυνηγιούνται με την αστυνομία στο αεροδρόμιο του Ορλί ή όταν ημίγυμνοι προσπαθούν να βρουν τρόπο διαφυγής προς το εορταστικό Παρίσι από την αποπνικτική ατμόσφαιρα των λίγων σκοτεινών τετραγωνικών μέτρων όπου έχουν ανοήτως καταλήξει, η ταινία λειτουργεί σαν μαγνήτης, κύρια χάρη στους δύο ηθοποιούς της, οι οποίοι επιδεικνύουν εδώ γοητευτικό χάρισμα, καθώς και απαράμιλλη μεταξύ τους χημεία.

Ουδέποτε το στόρι ξεκαθαρίζει ποια ήταν η σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κατά την περίοδο της κοινής στρατιωτικής τους καριέρας, με την ασάφεια αυτή να λειτουργεί εν τέλει υπέρ του φιλμ, αφού αφήνει ανοιχτές πάσης φύσεως θεωρίες για την τυφλή αφοσίωση που δείχνει ο ένας για τον άλλον όταν πια μπλέκουν για τα καλά με την αστυνομία (θεωρίες που ξεκινούν από τον απλό άγραφο νόμο του «Honor Among Thieves», όπως ήταν και ο αμερικανικός τίτλος της ταινίας, φτάνοντας μέχρι και σε κρυφο-ομοφυλοφιλικές σημειολογίες!). Το χαρακτηριστικό «Yeahhh!» που ακούγεται στο φινάλε ελάχιστα διαφωτίζει τα πράγματα.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Δεν πρόκειται για την καλύτερη ταινία στην οποία έχουν παίξει είτε ο Ντελόν είτε ο Μπρόνσον, πρόκειται όμως για μία από τις πιο δημοφιλείς τους, και ειδικά σε ό,τι αφορά τον δεύτερο, για σταθμό της καριέρας του. Παρά τα αρκετά σεναριακά κενά και την άρρυθμη εισαγωγή της, καταφέρνει ακόμα να προσφέρει ψυχαγωγία, αφού δεν της λείπει η χάρη. Αυτή έχει να κάνει κύρια με το πρωταγωνιστικό ζεύγος και δευτερευόντως με την αστυνομική πλοκή. Περιλαμβάνει επίσης άκρως χαρακτηριστικές σκηνές, όπως εκείνη με τα κέρματα που εν είδει παιχνιδιού βυθίζονται στο γεμάτο από καφέ ποτήρι. Yeahhh!


MORE REVIEWS

LONGLEGS

Ντετέκτιβ του FBI που παρουσιάζει «παράξενα» δείγματα ενσυναίσθησης σε σχέση με τη δράση ενός επί σειρά δεκαετιών ασύλληπτου serial killer, εντοπίζει σταδιακά τα στοιχεία ενός εκκεντρικού puzzle του οποίου ίσως και η ίδια αποτελεί κομμάτι (από το παρελθόν).

FLY ME TO THE MOON

Καπάτσα δημοσιοσχετίστρια καταφθάνει στη Φλόριντα φορτωμένη με ιδέες χίλιες, ώστε να προσδώσει στη δύσκαμπτη NASA έναν σύγχρονο… pop αέρα! Οι πάλιουρες της υπηρεσίας δεν την παίρνουν με καθόλου καλό μάτι, όμως, εκείνη έχει στα χέρια της το ελευθέρας από δεξί χέρι του Προέδρου, αλλά και εναλλακτικό σχέδιο... τηλεσκηνοθετημένης προσομοίωσης της επικείμενης, κρίσιμης αποστολής του Apollo 11 στη Σελήνη!

ALL THAT JAZZ

«Bye-bye, life. Bye-bye, happiness. Hello, loneliness. I think I'm gonna die.»

ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΟΙ ΦΟΝΟΙ

Όταν οι σκελετοί έντεκα γυναικών και κοριτσιών ανακαλύπτονται σε μια έρημο του Νέου Μεξικού, ξεκινά η εξονυχιστική έρευνα για την εντόπιση του ιθύνοντα νου πίσω από το ειδεχθές έγκλημα, κάτι που οδηγεί σε επιπλοκές και συγκρούσεις μεταξύ του αρχηγού της Αστυνομίας, Κάρτερ, του ντετέκτιβ Ορτέγκα και του πράκτορα Πέτροβικ, τριών ανθρώπων με τελείως διαφορετική μεθοδολογία και agenda.

ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ

Στη μεταπολεμική Ρώμη, παντρεμένη γυναίκα με τρία παιδιά ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο, ασφυκτιώντας στα αυστηρά δεσμά του πατριαρχικού περιβάλλοντος της εποχής.