ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (2014)
(A WALK AMONG THE TOMBSTONES)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σκοτ Φρανκ
- ΚΑΣΤ: Λίαμ Νίσον, Νταν Στίβενς, Ντέιβιντ Χάρμπορ, Άνταμ Ντέιβιντ Τόμσον, Λόρα Μπερν, Τζον Γκόρασι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 114’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Τσαμπουκάς ιδιωτικός ερευνητής με «αμαρτωλό» παρελθόν προσλαμβάνεται από μεγαλέμπορο ναρκωτικών προκειμένου να εντοπίσει τον άνδρα που απήγαγε και δολοφόνησε τη γυναίκα του.
Βλέπω ήδη κάποιους να μειδιούν. Τα λόγια τους σχεδόν φτάνουν στ’ αυτιά μου: «άλλη μια ταινία με τον Λίαμ Νίσον σκληροτράχηλο, badass, οξύθυμο τυπά with a particular set of skills που ξεσπάει επί δικαίων και αδίκων για να εκδικηθεί / τιμωρήσει / σακατέψει όποιον του πείραξε το σόι;». Δικαιολογημένοι ίσως κι αυτοί που θα το αντιμετωπίσουν έτσι. Πράγματι, ο Νίσον είχε την τύχη αλλά και την ατυχία παράλληλα, να δει τον εαυτό του action hero στα εξήντα του. Και για όσους αρέσκονται τρελά στη βραχνάδα, το επιβλητικό παρουσιαστικό, την αξιοπρέπεια παλαιάς κοπής και το «δε γουστάρω πολλά πολλά» τού αρχετυπικού μάγκα που εκπέμπει με το βλέμμα και μόνο, υπάρχουν άλλοι τόσοι που θα σου πουν ότι καταντάει γελοίο να το παίζει νέμεση των απανταχού καθαρμάτων ένας ώριμος κύριος που διανύει την έκτη δεκαετία τού βίου του. Ακόμα κι αν αναγνωρίσουμε ότι κάθε πλευρά έχει τα δίκια της, «Το Μονοπάτι του Θανάτου» είναι ένα φιλμ που θα μπορούσε να απευθύνεται και στις δύο. Δεν πρόκειται, βλέπεις, για μια ακόμα μεταμφιεσμένη «Αρπαγή», οπότε δεν θα «κλωτσήσουν» οι μπουχτισμένοι, ούτε στερείται όμως των ποιοτήτων που οι φανατικοί δεν χορταίνουν να εντοπίζουν στην, ας πούμε, νέα καριέρα τού αγαπημένου τους star.
Κατά βάση έχουμε να κάνουμε με ένα παραδοσιακό αστυνομικό θρίλερ, έρευνας, πυκνού μυστηρίου, αμφιβολιών και ανατροπών, βραδυφλεγούς εξέλιξης, κι όχι με μια καταιγιστική περιπέτεια (χωρίς να λείπει εντελώς το πιστολίδι). Το έργο διαθέτει ατμόσφαιρα νουαρική, είναι retro στην ψυχή και φαίνεται αλλά ο σκηνοθέτης Σκοτ Φρανκ, δεν χάνει την ευκαιρία να το λουστράρει με μια σειρά νεωτερικές τεχνικές, τόσο σε επίπεδο κατασκευαστικό όσο και ιδεολογικό. Το σινεμά τού Φίντσερ δείχνει να τον έχει επηρεάσει, πράγμα που αντιλαμβάνεται κανείς στα αστραφτερά κάδρα, τον περφεξιονισμό στο στήσιμο των σκηνών αλλά και τον μουντό αμοραλισμό που, φυσικά, βρίσκεται στον αντίποδα του κλασικού αμερικάνικου σινεμά, όπου οι διαχωρισμοί μεταξύ Καλού και Κακού, είναι πάντα ευδιάκριτοι. Ο εντελώς new age μηδενισμός τού φιλμ μας έρχεται κατευθείαν απ’ τις δύο τελευταίες κινηματογραφικές δεκαετίες, απ’ τον σκηνοθέτη του «Se7en» και τους επιγόνους του. Αν εξαιρέσεις τη σαδιστική βία, όμως, όλα τα υπόλοιπα παραπέμπουν στον αμερικάνικο φαταλισμό των 40’s και 50’s (ειδικά το εύρημα που θέλει τον ντετέκτιβ να μισθώνεται από βαρώνο του εγκλήματος φέρνει στο μυαλό το εμβληματικό νουάρ αριστούργημα του Ζακ Τουρνέρ «Out of the Past» με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ): ο ανορθόδοξος στις μεθόδους αλλά ηθικός στον πυρήνα του πρωταγωνιστής (ο Νίσον είναι, ομολογουμένως, ιδανικός για τον ρόλο και εδώ δεν στηρίζεται μόνο στην αφοπλιστική του φυσιογνωμία αλλά και στον καλογραμμένο διάλογο), το απαραίτητο voice-over με τη μοιρολατρική του σημειολογία, τα flashback, η αναγκαία απ’-την-αρχή-βρώμαγε αποστολή. Και, φυσικά, η εσωτερικά τσακισμένη persona τού κεντρικού ήρωα, που πάνω της ποντάρει την ποθούμενη σκοτεινιά του ολόκληρο το φιλμ.
Όσο καλός κι αν είναι ο Νίσον, όμως, κάνοντας για άλλη μια φορά αυτό που ξέρει καλύτερα, δεν μπορεί να αποτρέψει «Το Μονοπάτι του Θανάτου» απ’ το ανεξέλεγκτο flirt του με μια απογοητευτικά πομπώδη σοβαροφάνεια. Δεδομένου ότι – κακά τα ψέματα – όλα αυτά τα έχουμε ξαναδεί, αυτή η επιτηδευμένη βλοσυρότητα καταντάει ώρες-ώρες ολίγον… κωμική. Επίσης, η απότομη αλλαγή τονικότητας προς το τέλος, τα horror στοιχεία με τα οποία μπολιάζει ο Φρανκ το – μέχρι εκείνη τη στιγμή – τυπικό αστυνομικό του μυστήριο, ούτε τίποτα το ιδιαίτερα ριζοσπαστικό πετυχαίνουν ούτε βέβαια πρόκειται να σοκάρουν τον προπονημένο θεατή. Συντελούν, απλώς, στο να δοθεί μια κακώς εννοούμενη αίσθηση σύγχυσης. Και εκεί που η ταινία ξεκινούσε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, όχι βέβαια για να αποτελέσει κάποιο αλησμόνητο κομψοτέχνημα αλλά τουλάχιστον να τιμήσει το είδος και να ανταμείψει τον θεατή με ένα καθηλωτικό δίωρο, καταλήγει να μας τρίβει στη μούρη μια καλά αμπαλαρισμένη ανθοδέσμη από κλισέ. Με όλες του τις ευφάνταστες γωνίες λήψης, την γοητευτική φωτογραφία και τα υποβλητικά σκηνικά, το έργο τού Φρανκ δεν είναι, τελικά, παρά μια απ’ τα ίδια. Το χαζεύεις με ευχαρίστηση αλλά, ας το παραδεχτούμε, έχεις διασχίσει υπερβολικά πολλές φορές αυτό… το μονοπάτι.