ΒΡΕ ΚΑΛΩΣ ΤΟΥΣ! (2017)
(A BRAS OUVERTS)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φιλίπ ντε Σοβερόν
- ΚΑΣΤ: Κριστιάν Κλαβιέ, Αρί Αμπιτάν, Έλσα Ζιλμπερστάιν, Σιρίλ Λεκόμ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Αριστερός διανοούμενος με δεξιά τσέπη, ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση κατά τη διάρκεια τηλεοπτικού talk show, αναγκάζεται να απευθύνει ανοιχτό κάλεσμα φιλοξενίας στην πολυτελή οικία του, σε όποιον… Ρομά έχει ανάγκη. Ακολούθως, πολυπληθής οικογένεια καταφθάνει στις πύλες της, κουβαλώντας όχι μόνο το τροχόσπιτό της αλλά κι ένα σωρό συνήθειες που δεν συνάδουν και τόσο με τη γαλλική διανόηση.
Αναρωτιόμασταν στην αρχή του έτους, για ποιον λόγο η προηγούμενη κωμωδία του Φιλίπ ντε Σοβερόν «Άμεση Αποβίβαση!» χαραμίστηκε μέσα στο καταχείμωνο, κρίνοντας υπό το πρίσμα της… πανάρχαιας παράδοσης του τόπου μας, που θέλει (αυτό που και φέτος έχουμε εμπεδώσει όσο δεν πάει) το κινηματογραφικό καλοκαίρι μας να είναι συνώνυμο του Fabriqué en France. Αυτό που δεν γνωρίζαμε τότε, ήταν πως υπήρχε σχέδιο (!), καθώς ο σκηνοθέτης ετοίμαζε το καινούργιο του χτύπημα (#diplhs), το οποίο είναι ικανό να αποτελειώσει μια και καλή όποιον το νιώσει, στην ακριβώς κατάλληλη εποχή (σαρκασμός).
Εδώ υπάρχει μια κάποια αίσθηση επιστροφής στη θεματολογία της μεγάλης του επιτυχίας «Θεέ μου, Τι σου Κάναμε;», με μια διαφορά όμως, η οποία με μαγικό τρόπο καταφέρνει να καταλήγει σε… ομοιότητα: σε εκείνη, ο κεντρικός ήρωας ήταν συντηρητικών πεποιθήσεων και τα έχανε στην ιδέα και μόνο των αλλοδαπών γαμπρών που του κουβαλούσαν οι κόρες του, ενώ εδώ είναι ο ανοιχτόμυαλος intellectuel, που και πάλι τα χάνει όταν αντιλαμβάνεται πως η πρόσκληση που εκών – άκων απευθύνει σε ζωντανή μετάδοση προς κάθε Ρομά της γαλλικής επικράτειας, βρίσκει – προς μεγάλη του δυστυχία – πρόσχαρους αποδέκτες. Αναγκαστικά θα τους υποδεχτεί με ανοιχτές αγκάλες (όπως λέει ο αυθεντικός γαλλικός τίτλος), αποκλειστικά και μόνο για να μην κατηγορηθεί ως ανακόλουθος των δηλώσεών του, κάτι που θα βλάψει σημαντικά τις πωλήσεις του τελευταίου του βιβλίου.
Ο ντε Σοβερόν εξαντλεί ό,τι στερεότυπο μπορεί κανείς να φανταστεί και έχει να κάνει με τον κόσμο των Ρομά, παρουσιάζοντάς τους σαν άξεστους και απροσάρμοστους, χωρίς όμως να καταφέρνει να σημειώσει επιτυχία στον τομέα του γέλιου (που είναι το ζητούμενο εδώ), αφού ο συνδυασμός ενός «Borat» με το ύφος των ταινιών των αδελφών Φαρέλι (ειδικά του «Ηλίθιος και Πανηλίθιος»), όσο δελεαστικός μπορεί να ακούγεται σε όσους δεν αποδοκιμάζουμε από άποψη και μόνον το χοντροκομμένο χιούμορ, τόσο ανέμπνευστος προκύπτει στην πράξη, μιας και το φιλτράρισμά του μέσα από την οπτική τής σύγχρονης γαλλικής κωμωδίας (βάλτε ένα «Θεέ μου» εδώ, για να καταλάβετε επακριβώς το νόημα), αποδεικνύεται αποτρεπτικό για οποιαδήποτε σκέψη αστείων γκαγκ.
Η ερωτική επιθυμία της δήθεν εμπνευσμένης αρτίστας της μοντέρνας τέχνης και συζύγου του διανοούμενου για έναν εκ των Ρομά, ως μέσο τιμωρίας για τα τσιλιμπουρδίσματα του ανδρός της (ο τυπικός ώριμος Γάλλος…), καθοδηγείται μόνο από την αναγκαιότητα του σεναρίου για όσο το δυνατόν περισσότερα μπερδέματα, παρά διότι υπάρχει βάση για οτιδήποτε άλλο πέραν τούτου. Ο έχων (ηθελημένα, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη) look α λα Μπερνάρ-Ανρί Λεβί εκπρόσωπος της γαλλικής gauche caviar ανακαλύπτει με τρόμο πως πρέπει να κάνει πράξη όλα αυτά που τόσα χρόνια διαλαλούσε, η σύγκρουσή του όμως με τον πάτερ φαμίλια Ρομά (ο Αρί Αμπιτάν, έστω με τις μούτες του, την ακατάσχετη πολυλογία του και την υπερκινητικότητα του, είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει εδώ πέρα), περισσότερο επικροτεί τα ρατσιστικά κλισέ, που υπάρχουν παντού στην υπόθεση, παρά τα σατιρίζει, αφήνοντας την ευκαιρία για μια υποτυπώδη πολιτική σάτιρα να πηγαίνει στράφι, περιοριζόμενη σε ένα-δυο σχόλια μόνον, με αυτό που αφορά την κάποτε εκλογική νίκη του Προέδρου Μιτεράν να είναι μάλλον το πιο πετυχημένο. Η δε ύπαρξη… Ινδού butler στην υπερπολυτελή έπαυλη των φιλεύσπλαχνων Γάλλων, το παρουσιαστικό αλλά και ο τρόπος ομιλίας τού οποίου θυμίζουν τον Πίτερ Σέλερς του «Πάρτυ», σηκώνει μέχρι και μήνυση, με την κατηγορία της εξύβρισης της Τέχνης της κωμωδίας στον κινηματογράφο.