9 SONGS (2004)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Γουίντερμποτομ
- ΚΑΣΤ: Κιέραν Ο’Μπράιεν, Μάργκο Στίλεϊ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 71'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: PLAYTIME
Ένα αεροπλάνο πετά πάνω από την Ανταρκτική, οι Black Rebel Motorcycle Club παίζουν live σε μια λονδρέζικη σκηνή κι ένα ζευγάρι γαμιέται με βίαιο πάθος. Είναι η αρχή μιας ερωτικής ιστορίας με πολύ σεξ, μουσική και… παγωνιά. Τελεία.
Τίποτε άλλο δεν θα δείτε στο «9 Songs» του Μάικλ Γουίντερμποτομ. Σε 71 λεπτά, ένας άνδρας και μια γυναίκα γυρνάνε τις συναυλίες, κάνουν έρωτα σε όλες τις στάσεις, ανιχνεύουν τα κορμιά του με λαγνεία, δοκιμάζουν υποτιθέμενα βίτσια κι εκείνος ταξιδεύει στην Ανταρκτική, μόνος, μάλλον σε κάποιο μέλλοντα χρόνο, ύστερα από το χωρισμό. Άρα, το «9 Songs» είναι ένα άστατο παιχνίδι της μνήμης, όπου η σειρά δεν παίζει ρόλο. Το αποτέλεσμα δίνει μονό αριθμό. Κι αυτό είναι που πονάει περισσότερο τη σελιλόζη, την κάμερα κι ύστερα εσένα, τον μάρτυρα – αποδέκτη…
Υπάρχουν άνθρωποι που θα θυμώσουν μ’ αυτό το φιλμ, για διαφορετικούς λόγους. Μερικοί, δικαίως, θ’ αναρωτηθούν αν αξίζει τον κόπο να θεωρηθεί φιλμ. Το concept είναι εξοργιστικά μινιμαλιστικό, η σεναριακή δομή είναι σχεδόν ανύπαρκτη και η διάρκειά του μάλλον αστεία για μεγάλου μήκους ταινία. Κι όμως, ο Γουίντερμποτομ καταφέρνει να δώσει ψυχή σ’ αυτό το «τίποτα» και να σε φέρει σε τόσο δύσκολη θέση που θα ορκιζόμουν ότι αρκετοί θεατές θα θέλουν να εγκαταλείψουν την αίθουσα, όχι λόγω της τολμηρότητας των ερωτικών σκηνών, αλλά εξαιτίας της ολοκληρωτικής απογύμνωσης των δύο πρωταγωνιστών μπροστά στο φακό.
Το μεγάλο στοίχημα του «9 Songs» είναι ο ρεαλισμός του, μία κινηματογράφηση σχεδόν βιωματική που διώχνει κάθε ηδονοβλεπτική διάθεση του θεατή μπρος σ’ ένα θέαμα σοκαριστικά ερωτικό. Στη δεκαετία του ’70 και βάλε, τα art cinemas της Αθήνας γέμιζαν από «ματάκηδες» με ηθικούς ενδοιασμούς να κατεβούν στην Ομόνοια, οι οποίοι αγκομαχούσαν στα καθίσματα… εις το όνομα της Τέχνης. Σήμερα, ο οποιοσδήποτε μπορεί να μπει σε μία μη «δηλωμένη» αίθουσα και να δει σεκάνς που μοιάζουν να έχουν βγει από hardcore porn. Οι πρωταγωνιστές του «9 Songs» χύνουν πραγματικά μπροστά στα μάτια μας, λέγοντάς μας μεγαλόφωνα ότι ζούμε σε μια εποχή καταπάτησης κάθε είδους taboo. Και μ’ έναν παράξενο τρόπο ξεγλιστράνε από την ταμπέλα της πορνογραφίας, γιατί αυτό που βλέπουμε μας είναι απίστευτα οικείο, φυσιολογικό, αληθινό, σπαρακτικό, αδιέξοδο. Όχι ερεθιστικό. Το σεξ της ταινίας του Γουίντερμποτομ είναι ίδιο με αυτό που κάνεις εσύ, ο διπλανός σου, η πλειοψηφία όσων θα βρίσκονται ανάμεσά σου στον κινηματογράφο. Είναι μία ιδέα που θα σε κάνει να μην μπορείς να δεις κατάματα τον άλλον!
Ανάμεσα σε ωμές σεκάνς ερωτικών περιπτύξεων και συναυλιακά αποσπάσματα, το «9 Songs» καταγράφει στιγμιότυπα από μια ζωή βαρετή, ανούσια, δίχως μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι προφανές ότι ο Ματ και η Λίζα βρέθηκαν μαζί εξαιτίας μια χημείας σεξουαλικής, για την καύλα τους και μόνο, ίσως. Όσο πιο έντονα την αισθάνονται, τόσο πιο γυμνό είναι το πάθος τους, τόσο περισσότερο πόνο θέλει να δοκιμάσει το κορμί τους. Σαν να ήταν ένα. Κι η κάμερα είναι τόσο «μέσα» τους, που τα νιώθουμε όλα στο πετσί μας. Κι ανασαίνουμε με ανακούφιση στα «μουσικά διαλείμματα», μέσα από συναυλίες συγκροτημάτων που πολλοί αγαπάμε το ίδιο. Παραδόξως, αυτή η στενή επαφή με το ζευγάρι κάπου αρχίζει και να μας αποξενώνει. Μέσω της αυτοϊκανοποίησης, οι ήρωες αναιρούν την ανάγκη ερωτικού συντρόφου. Απομυθοποιούν τη βάση της σχέσης τους, ευνουχίζουν τη σεξουαλική τους ολοκλήρωση. Και ο Ματ πάει σε μία συναυλία μόνος. Αισθάνεται μόνος, ανάμεσα σε 4.000 ανθρώπους. Η ηδονή σβήνει. Το κρεβάτι είναι πάντοτε διπλό, μα όχι και η ανάγκη να το μοιραστείς, πια. Τα λευκά σεντόνια γίνονται ένα με τις παγωμένες εκτάσεις της Ανταρκτικής. Και οι συναυλίες κάποτε τελειώνουν…
Είναι άραγε πιο εύκολο να σε παρασύρει αυτή η ταινία αν είσαι ερωτευμένος αυτή τη στιγμή ή αν θυμάσαι ακόμη έντονα έναν χωρισμό που σου στοίχισε; Θα την αγαπήσεις όσο κάτι δικό σου ή θα τη μισήσεις παράφορα; Θα σας έλεγα να το ρισκάρετε. Εγώ στέκομαι πανικόβλητος μπροστά σε μία επικίνδυνη ισορροπία. Από αυτές που σε φέρνουν στα πάνω ή στα κάτω σου μέσα σε μια στιγμή του δευτερολέπτου. Και θα ‘θελα να γράψω μια κασέτα, όπως κάναμε παλιά, με εννέα δικά μου τραγούδια. Για 71 λεπτά. Αλλά μου ‘χουν μείνει μόνο κάτι 90αρες. Και φοβάμαι το κενό που μένει μετά…