Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
Ο ΑΡΧΙΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ (1952)
(THE THIEF)
- ΕΙΔΟΣ: Κατασκοπικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ράσελ Ράουζ
- ΚΑΣΤ: Ρέι Μίλαντ, Μάρτιν Γκέιμπελ, Χάρι Μπρόνσον, Ρίτα Γκαμ, Ρεξ Ο’Μάλεϊ
Ο Δρ. Άλαν Φιλντς εργάζεται στην Επιτροπή Ατομική Ενέργειας των Ηνωμένων Πολιτειών. Διακεκριμένος για το επιστημονικό του έργο, αλλά απόμακρος ως χαρακτήρας, ενεργεί πλέον ως κατάσκοπος, προμηθεύοντας με απόρρητα μυστικά μια απροσδιόριστη (σίγουρα, όμως, κομμουνιστική!) χώρα. Όλα δουλεύουν ρολόι στη μηχανή που ο αρχηγός του κατασκοπικού δικτύου έχει στήσει με τη βοήθεια του δόκτορος, μέχρι τη στιγμή που ένας από τους ανθρώπους του σκοτώνεται σε τροχαίο. Το τυχαίο αυτό γεγονός ξετυλίγει το κουβάρι των αποκαλύψεων, φέρνοντας το FBI στα ίχνη των προδοτών και δη του ιδίου του μίστερ Φιλντς. Ο κλοιός σταδιακά δείχνει να σφίγγει γύρω του, όμως, οι καλοί του συνεργάτες δεν έχουν διάθεση να τον εγκαταλείψουν σε τούτες τις κρίσιμες ώρες. Καθώς το διακύβευμα μιας πιθανής σύλληψης είναι τεράστιο, υφαίνουν σχέδιο σωτηρίας του. Στη θεωρία, το πλάνο των κατασκόπων είναι αλάνθαστο. Στην πράξη, όμως, πόσο εύκολο μπορεί να είναι;
Το στόρι του «Αρχικατασκόπου» μοιάζει με τυπικό συνδυασμό κατασκοπικής προδοσίας υπό το πρίσμα του πυρηνικού φόβου και της «κόκκινης» απειλής, στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής περιόδου που ακολούθησε το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Υπάρχει, όμως, μία σημαντικότατη λεπτομέρεια που κάνει το φιλμ να διαφέρει από οτιδήποτε σχετικό έχει γυριστεί. Ο σκηνοθέτης Ράσελ Ράουζ παίρνει εντελώς τοις μετρητοίς τον άγραφο κανόνα της αποτελεσματικής κατασκοπείας, σύμφωνα με τον οποίο ένας μυστικός πράκτορας δεν πρέπει να μιλά ποτέ και σε κανέναν, παρουσιάζοντας μια ταινία στην οποία απουσιάζουν εντελώς οι διάλογοι! Δεν πρόκειται για βωβό φιλμ, αφού όπου είναι απαραίτητο ακούγονται οι σχετικοί ήχοι (κουδούνισμα τηλεφώνου, θόρυβος του δρόμου κτλ), ούτε για κάτι που θυμίζει πρόσφατα δείγματα «αναβίωσης» του είδους, όπως το οσκαρικό «The Artist» (2011) ή το μικρού βεληνεκούς «La Antena» (2007). Δεν υπάρχει παρά κάποια ελάχιστη χρήση κειμένου μέσω τηλεγραφημάτων ή εκτυπωμένων σελίδων που λειτουργούν βοηθητικά ως προς την καλύτερη κατανόηση της πλοκής (χωρίς να χρειαζόταν απαραιτήτως κάτι τέτοιο), και όπως η αφίσα της ταινίας περήφανα διαλαλεί… «Not a word is spoken!».
Πρόκειται, ασφαλώς, περί σκηνοθετικής επιτυχίας το γεγονός πως είναι πανεύκολο για τον οποιοδήποτε θεατή να παρακολουθήσει τα όσα διαδραματίζονται δίχως να υπάρχει το παραμικρό ίχνος διαλόγων, καταδεικνύοντας παράλληλα το πόσο τολμηρό μπορούσε ενίοτε να γίνει το Χόλιγουντ τα χρόνια εκείνα. Για του λόγου το αληθές, λίγα χρόνια πριν τον «Αρχικατάσκοπο», στα 1946, ο Ρόμπερτ Μοντγκόμερι είχε μεταφέρει στον κινηματογράφο το μυθιστόρημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ «Lady in the Lake», γυρίζοντάς το αποκλειστικά από την υποκειμενική ματιά του ντετέκτιβ Μάρλοου. Αμφότερες οι ταινίες αντιπροσώπευαν ένα είδος αφηγηματικών «πειραμάτων», που όμως έφεραν τις στουντιακές σφραγίδες της United Artists και της MGM, αντιστοίχως! Παράλληλα, αποδεικνύουν το πόσο προχωρημένο ήταν ως είδος το noir, διότι μπορεί το «Lady in the Lake» ν’ αποτελεί καθαρόαιμο φιλμ του genre, αλλά και τούτο το φαινομενικά διαφορετικού ύφους έργο, διατηρεί σαφείς επιρροές noir κινηματογράφησης, ειδικά στις βραδινές νεοϋορκέζικες σεκάνς.
Η διαβίβαση των απόρρητων εγγράφων γίνεται μυστικά μεν, σε δημόσιους χώρους δε, με την επιδίωξη της μέγιστης ασφάλειας και μυστικότητας να απαγορεύει την οποιαδήποτε αλληλεπίδραση. Η εξ ολοκλήρου «βουβαμάρα», βέβαια, λειτουργεί αποτρεπτικά στην πλήρη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Δρ. Φιλντς, αφού υπό αυτό το πρίσμα στέκει μάλλον αδύνατον να φωτιστούν τα κίνητρα ή το παρελθόν του. Το μόνο που γίνεται σαφές είναι πως πρόκειται για μοναχικό τύπο, με τον Ρέι Μίλαντ να πετυχαίνει ν’ αποδώσει άψογα τα συναισθήματα και τα άγχη του ήρωα, καθώς από τον φόβο που πηγάζει από τα μάτια του σε κάθε δοσοληψία με τον «προϊστάμενό» του, μέχρι την ταραχή του κάθε φορά που το τηλέφωνο του σπιτιού του χτυπά, η ψυχολογική του καταστάση γίνεται κάτι περισσότερο από φανερή. Από την άλλη, η απουσία διαλόγων οδηγεί στην αποκλειστική «σωματική» εστίαση της κατασκοπικής δραστηριότητας, με σκηνές ατέλειωτης αναμονής για τη λήψη ενός μηνύματος, κρυφών συναντήσεων σε διαδρόμους βιβλιοθηκών και μόνιμων κλεφτών ματιών δεξιά κι αριστερά προς αποφυγή πιθανών κινδύνων. Όλα αυτά οδηγούν σε μία χιτσκοκικής έμπνευσης και εξόχως ενορχηστρωμένης εικοσάλεπτης κορύφωσης στο Empire State Building, που εκτός από ευρηματική και αγωνιώδης, έρχεται ν’ αποδείξει με περίσσια σιγουριά αυτό που είναι γνωστό τοις πάσι: στην κατασκοπεία, τα λόγια είναι περιττά.