Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
ΟΠΑΔΟΙ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ (1949)
(I MARRIED A COMMUNIST / THE WOMAN ON PIER 13)
- ΕΙΔΟΣ: Νουάρ Δράμα Εγκλήματος
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόμπερτ Στίβενσον
- ΚΑΣΤ: Ρόμπερτ Ράιαν, Λαρέιν Ντέι, Τζον Έιγκαρ, Τόμας Γκόμεζ, Τζάνις Κάρτερ, Ρίτσαρντ Ρόμπερ, Γουίλιαμ Τάλμαν

Ο Μπραντ Κόλινς (Ράιαν) είναι ένας καλός και ήσυχος άνθρωπος. Ποτέ του δεν είχε δώσει δικαιώματα στη γειτονιά. Φρεσκοπαντρεμένος καθώς είναι, ζει με τη σύζυγό του Ναν (Ντέι) στο όμορφο ζεστό τους σπίτι, στο Σαν Φρανσίσκο. Εργατικός, έξυπνος και φιλότιμος, ο Μπραντ έχει καταφέρει χάρη στο πείσμα και την ικανότητά του να ανέλθει επαγγελματικά, ξεκινώντας από απλός λιμενεργάτης και καταλήγοντας, πια, προϊστάμενος μεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας (δεξί χέρι, μάλιστα, του πλούσιου ιδιοκτήτη της). Ως προσωποποίηση του αμερικανικού ονείρου, ο Μπραντ είναι ευτυχισμένος και σίγουρος. Το «επαχθές» του παρελθόν δεν τον απασχολεί πια, αφού το έχει θάψει για τα καλά πίσω του.
Η οικονομική ύφεση που ακολούθησε του χρηματιστηριακού κραχ του 1929, ήταν μία πολύ δύσκολη εποχή. Ο Μπραντ τότε ήταν νεαρός και άμυαλος. Καλά-καλά δεν λεγόταν Μπραντ Κόλινς, αφού το πραγματικό του όνομα ήταν Φρανκ Τζόνσον. Ζούσε στο Νιου Τζέρζι και προσπαθούσε να επιβιώσει αναζητώντας μεροκάματο στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Οι φίλοι του τού μιλούσαν για τα δικαιώματα του εργάτη, το οκτάωρο, τις αυξήσεις μισθών και άλλες παρόμοιες όμορφες ιστορίες. Ο Φρανκ παρασύρθηκε, γράφτηκε στο Εργατικό Συνδικάτο και εν συνεχεία στο Κόμμα. Είχε γίνει ένας κομμουνιστής! Στην αρχή, η ενασχόλησή του με τα προβλήματα του απλού κόσμου του δημιουργούσε ευφορία. Οι φίλοι του, άλλωστε, τού είχαν πει πόσο θα τον ανέβαζε η όλη φάση, όχι όμως και πόσο θα τον έριχνε… Άρχισε να βλέπει συμπεριφορές που δεν ενέκρινε, κι εξαιτίας αυτών αποφάσισε ν’ απομακρυνθεί. Μπήκε από μόνος του σε διαδικασία «απεξάρτησης», βρίσκοντας σταδιακά την υγειά του! Έφυγε από την Ανατολική Ακτή και ερχόμενος στην Καλιφόρνια είδε το φως το αληθινό. Άλλαξε όνομα, παντρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε. Τα κομμούνια της Αμερικής, όμως, είναι χειρότερα κι απ’ τη Μαφία! Όσο και να θέλεις να ξεφύγεις, πάντα βρίσκουν τον τρόπο να σε τραβήξουν πίσω. Αυτό ακριβώς έχει πάθει και ο δόλιος Μπραντ Κόλινς. Πόσω μάλλον όταν η επαγγελματική του θέση είναι «λουκούμι» για ένα βαρβάτο sabotage στα θεμέλια της αμερικανικής οικονομίας. Εν ολίγοις, μαύρες μέρες έρχονται για τους εφοπλιστές του Σαν Φρανσίσκο…
Ο Χάουαρντ Χιουζ, εκτός από μεγιστάνας, γυναικάς, ιδιόρρυθμος και πολλά άλλα τέτοια, διατηρούσε ακόμη ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ήταν φανατικός αντικομμουνιστής. Η εξαγορά του studio της RKO από πλευράς του, το Μάη του 1948, ήρθε μόλις λίγους μήνες έπειτα από το έναυσμα του «κυνηγιού μαγισσών» στο Χόλιγουντ από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του Γερουσιαστή ΜακΚάρθι. Δύο από τους περίφημους «Δέκα του Χόλιγουντ» που το Νοέμβριο του 1947 μπήκαν στη «Μαύρη Λίστα» του ΜακΚάρθι, ο σκηνοθέτης Έντουαρντ Ντμίτρικ και ο παραγωγός / σεναριογράφος Έιντριαν Σκοτ, ήταν εκ των μόνιμων συνεργατών του studio, κάτι μάλλον μη αποδεκτό από την καινούργια διοίκηση. Ο Χιουζ, κάνοντας από νωρίς φανερές τις προθέσεις του για το management της νέας του εταιρείας, απέλυσε σχεδόν τα ¾ των υπαλλήλων της, πήρε τον πλήρη έλεγχο των παραγωγών έχοντας άποψη για το κάθε τι (κυρίως για τις πρωταγωνίστριες…), βασικά όμως (και ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες ενασχόλησής του με την RKO), έβαλε στον πάγο οτιδήποτε είχε να κάνει με ταινίες που εκτός από ψυχαγωγία πρόσφεραν παράλληλα τροφή για σκέψη (κάτι που συνήθιζε να κάνει το studio).
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι καθόλου παράξενο πως η πρώτη παραγωγή που ανακοινώθηκε υπό το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Χάουαρντ Χιουζ, το Σεπτέμβρη του 1948 (και αφού επί έξι μήνες η εταιρεία είχε ουσιαστικά προβεί σε παύση εργασιών), ήταν τούτο το μικρό διαμάντι, το οποίο αρχικά έφερε τον ιδιαιτέρως εύγλωττο τίτλο… «I Married a Communist». Το στόρι του, ούτε λίγο ούτε πολύ, αποτελεί κάτι σαν προπομπό για το περίφημο «Λιμάνι της Αγωνίας» (1954), με τη διαφορά ότι οι gangsters που στον οσκαρικό θρίαμβο του Καζάν έλυναν κι έδεναν στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, εδώ έχουν αντικατασταθεί από τα μιαρά κομμούνια του Σαν Φρανσίσκο. Οι τελευταίοι παρουσιάζονται στην καλύτερη σαν μέλη στυγνής συμμορίας εκβιαστών και στην χειρότερη σαν πιόνια αδίστακτης δολοφονικής οργάνωσης, η οποία έχοντας απλώσει τα δίχτυα της παντού στην Αμερική, προσπαθεί αφενός να προσηλυτίζει συνεχώς νέα μέλη, αφετέρου να καθαρίζει δίχως καμία αναστολή όποιον στέκεται εμπόδιο στα σχέδια της. Η υποπλοκή με τον αδελφό (Έιγκαρ) της Ναν, ο οποίος πέφτει στον ιστό της πρώην του Κόλινς, γυναίκας που κάποτε άνηκε στο νεοϋορκέζικο συνάφι του Τζόνσον, όταν οι δυο τους ήταν «νεαροί κομμουνιστές που ήθελαν να σώσουν τον κόσμο», είναι λίαν χαρακτηριστική ως προς τον τρόπο δράσης των ανελέητων «κόκκινων». Αν το δούμε κάπως αλλιώς, βέβαια, το casting της γυναικάρας Τζάνις Κάρτερ σε ρόλο αράχνης – femme fatale που προσηλυτίζει επί των αρχών της μαμάς Ρωσίας, το πιθανότερο είναι πως αντί για ταραχή προ του «κόκκινου κινδύνου» να έκανε τον ανδρικό πληθυσμό της εποχής να ψάχνει μανιωδώς τα πλησιέστερα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος Αμερικής για εγγραφή!
Το ύφος της ταινίας ακολουθεί μία κατά τα νουάρ της περιόδου εκείνης προσέγγιση, με ημιφωτισμένα δωμάτια και νυχτερινές λήψεις στο Σαν Φρανσίσκο, πλην όμως η λογική πηγαίνει περίπατο από πολύ νωρίς, αφού όπως θα συνέβαινε σε κάθε «καλό» φιλμ προπαγάνδας, όταν η πραγματικότητα δεν συμβαδίζει με τους ευκταίους στόχους… τόσο το χειρότερο για τον ρεαλισμό. Ο πρώην χειριστής του Κόλινς που τον ανακαλύπτει και τον εκβιάζει ως αρχηγός της «Τ.Ο. Σαν Φρανσίσκο» (Γκόμεζ) συναγωνίζεται σε γραφικότητα τα γλυκά δειλινά πλάι στην Golden Gate Bridge, ο εκτελεστής του Κόμματος που αναλαμβάνει όλες τις βρωμοδουλειές είναι ένας ψυχάκιας που (μάλλον ως απόδειξη παραφροσύνης) ντύνεται με ασορτί παρδαλό κοστούμι και παπιγιόν (ο Γουίλιαμ Τάλμαν σε κάτι που μοιάζει με… ζέσταμα για τον «Δολοφόνο της Λεωφόρου»), η δε «Woman on Pier 13» του εναλλακτικού τίτλου αγνοείται σταθερά, για να μην πούμε πως δεν μνημονεύεται ποτέ! Τιμή και δόξα στον άγνωστο Έλληνα «νονό» της εποχής εκείνης, ο οποίος έπιασε το νόημα του έργου και κατάφερε να το αποδώσει με μετρημένη, όσο και υποχθόνια πειθώ στον τίτλο του. Κομμούνια «Οπαδοί του Ολέθρου»… θα πεθάνετε!