Μπερλινάλε 63: Η ανάσταση του Ρίβερ Φίνιξ και η… φλαμανδική έκπληξη!
Δυο μέρες μας χωρίζουν από το τέλος του Φεστιβάλ και φαίνεται πως όσον αφορά τα βραβεία – κατά τη γνώμη μου, ένα όχι σημαντικό χαρακτηριστικό μιας τέτοιας διοργάνωσης – έχουν ξεχωρίσει τα «Gloria», το ρουμάνικο «Child’s Pose» και η «Camille Claudel 1915».
Το καλό είναι – και αυτό γίνεται πάντα ευτυχώς – ότι πολλά διαμάντια βρίσκονται εκτός του διαγωνιστικού, όπως ένα εκπληκτικά συγκινητικό φλαμανδικό φιλμ που παρακολούθησα την Πέμπτη και λέγεται «The Broken Circle Breakdown».
Η Πέμπτη, όμως, ήταν η μέρα της προβολής μιας ταινίας – εκκρεμότητας από το 1993 με τον τίτλο «Dark Blood» (εκτός συναγωνισμού). Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για αυτήν, γιατί πρόκειται για την τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του πρόωρα χαμένου Ρίβερ Φίνιξ. Τα γυρίσματα διέκοψε βίαια ο αναπάντεχος θάνατός του, και το υλικό που είχε γυριστεί ο σκηνοθέτης Τζορτζ Σλάιζερ το δούλεψε ξανά και ξανά για να «ολοκληρώσει» τρόπον τινά το ακούσια ελλιπές εγχείρημα. Για το Φεστιβάλ υπήρξε μεγάλο γεγονός μια τέτοια πρεμιέρα και η αίθουσα όπου προβλήθηκε γέμισε ασφυκτικά, εικάζω, όχι για να παρακολουθήσουμε μια καλή ταινία, αλλά, ενδεχομένως, από σινεφιλική διαστροφή και περιέργεια να δούμε τα τελευταία καρέ ενός σπουδαίου ηθοποιού πριν σιωπήσει για πάντα.
Το φιλμ αυτό είναι κολοβό από όλες τις πάντες και είναι σαφώς ακατάληπτο, γιατί ο σκηνοθέτης μπήκε στον κόπο να αποκαταστήσει κάτι που δεν αποκαθίσταται αξιωματικά, αφού του λείπουν ζωτικά κομμάτια. Έτσι, φτιάχνει ένα αποτέλεσμα «ιμιτασιόν», που γεμίζει τα κενά με τη δική του αφήγηση για να μας συνδράμει να καταλάβουμε το στόρι και να έχει και μια ροή.
Ο Ρίβερ Φίνιξ παίζει έναν ημι-ινδιάνο που ζει στην αμερικανική έρημο, σε μια περιοχή όπου γίνονται πυρηνικές δοκιμές, οι οποίες προκάλεσαν το θάνατο της γυναίκας του. Διαταραγμένος από την απώλεια, περιμένει να τελειώσει ο κόσμος και στο καλύβι του έρχεται χαμένο ένα ζευγάρι ηθοποιών που τους άφησε το αμάξι τους. Αρχικά τους βοηθά, αλλά σε λίγο καταλαβαίνουν ότι είναι φυλακισμένοι από την τρέλα του και τον έρωτα που γεννιέται μέσα του για τη γυναίκα. Το θέμα είναι ότι δεν μπορείς να δεις αυτό το πράγμα σαν αυτοτελή ταινία, ούτε να το αξιολογήσεις, ούτε να σχολιάσεις τις ερμηνείες (τι να πεις, ότι ο Ρίβερ Φίνιξ είναι πολύ καλός και έχει πολύ μέλλον;). Αν και χειροκροτήθηκε, όπως κουβέντιαζα και μετά, μάλλον συνέβη από σεβασμό προς τον πεθαμένο και είναι βέβαιον ότι η αξία του είναι μουσειακή και αποτελεί από αυτά τα πράγματα που συμπεριλαμβάνει ένα Φεστιβάλ ως ατραξιόν.
Σε μια από τις προβολές τού «Στο Λύκο» και το τμήμα Forum, βρέθηκα την Πέμπτη. Είναι μία από τις πέντε ελληνικές ταινίες της φετινής Μπερλινάλε και με ειδική μνεία από τον επικεφαλής του Forum Κρίστοφ Τέρχεχτε, στην κεντρική συνέντευξη Τύπου του Φεστιβάλ. Η ταινία αυτή συζητήθηκε, προκάλεσε πολύ ενδιαφέρον και η αίθουσα, παρά το ότι ήταν πρωινό και καθημερινή, ήταν γεμάτη. Πρόκειται για το τραχύ πορτρέτο μιας οικογένειας στην ηπειρωτική Ελλάδα της κρίσης, αυτό το πρόσωπο της Ελλάδας που εμείς οι άνθρωποι των πόλεων έχουμε ξεχάσει. Μιλάμε για άγονους ανθρώπους σε άγονους τόπους, που ζουν παρέα με τα ζώα, το χώμα και τη φύση και όπου η τηλεόραση κάνει παράσιτα, αλλά ακούγονται οι ειδήσεις που μεταδίδουν τα οικονομικά ζόρια και τα πολιτικά παιχνίδια. Και οι άνθρωποι αυτοί είναι αγανακτισμένοι και, όπως όλοι οι Έλληνες, μας αναθεματίζουν.
Ένα τέτοιο πορτρέτο – ντοκιμαντέρ είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον, παρά το γεγονός ότι είναι κάπως επαναλαμβανόμενο και ότι κάνει focus σε μια περιφέρεια που ίσως δεν είναι αντιπροσωπευτική του αντίκτυπου της ελληνικής κρίσης. Ιδιαίτερα για τους ξένους, είναι αναμφίβολα ελκυστική η όμορφη εικονοκλασία της (όπως και για μας) και η περιήγηση στα ορεινά ελληνικά πέριξ, αλλά και η – έστω απλοϊκή – διαχείριση της κρίσης από ανθρώπους που είναι ένα με το χώμα. Δύσκολο και βαρύ, σίγουρα μπορεί να σκίσει σε arthouse κυκλώματα και φεστιβαλικές συμμετοχές – προβολές.
Την Πέμπτη παρακολούθησα τη συγκινητικότερη ταινία, για μένα, της φετινής Μπερλινάλε. Πανόραμα special στο Cubix της Αλεξάντερπλατς και ήδη ο παρουσιαστής της στο χαιρετισμό μας προϊδέασε ότι «θα δείτε μια πολύ συναισθηματική ταινία και να είστε προετοιμασμένοι». Έβγαλα και γω το μαντήλι μου, μόνο που δε μου έφτασε μόνο ένα. Το «The Broken Circle Breakdown» του Φέλιξ Φαν Χρούνινγκεν είναι μεταφορά ενός θεατρικού έργου που παρακολουθεί τη ζωή ενός ζευγαριού, του Ντιντιέ και της Ελίζε: ο Ντιντιέ παίζει μπάντζο σε ένα group και η Ελίζε έχει ένα μαγαζί που κάνουν τατουάζ, από τα οποία είναι γεμάτο και το δικό της σώμα. Όλα, εμπειρίες, εραστές, περασμένα στο κορμί της. Γνωρίζονται, ερωτεύονται, παντρεύονται, ζουν σε ένα αγροτικό σπίτι στο βόρειο Βελγιο και τραγουδούν κι οι δυο στην μπάντα τους. Ώσπου, έρχεται το κοριτσάκι τους η Μέιμπελ, η οποία δε θα μείνει πολύ κοντά τους. Όλα τα σπασμένα με το χάσιμο του παιδιού έρχονται και κάνουν τη σχέση λίμπα. Έτσι ή αλλιώς το θέμα είναι συγκινητικό, αλλά είναι και συγκινητικά κινηματογραφημένο.
Η ιδιαιτερότητα είναι οι rock γονείς τής Μέιμπελ. Η έντονη σωματικότητα της σχέσης που τη δημιουργεί. Το περιθώριο που και οι δυο «γράφουν», από τον τρόπο που παντρεύτηκαν μέχρι και τον τρόπο που πενθούν. Η καταπληκτική country που ντύνει ευχάριστες και δυσάρεστες περιστάσεις. Οι παλινδρομήσεις στο χρόνο που συνθέτουν ένα puzzle με κομμάτια από την επώδυνη ιστορία τους. Και, κυρίως, ο τρόπος που πλησιάζει τους ανθρώπους ο φακός, διυλίζοντας το συναίσθημά τους. Το συναίσθημα είναι εδώ ο γητευτής των πάντων. Και είσαι με έναν κόμπο στο λαιμό, έναν συνεχή λυγμό στο στήθος. Κατά τη διάρκεια της προβολής άκουγα μύτες να ρουφιούνται και διέκρινα χέρια να σκουπίζουν τα μάτια. Κανένας δε σηκώθηκε παρά μόνο μετά το τέλος και της τελευταίας γραμμής από τα credits. Και χειροκροτήθηκε όσο γίνεται όταν κάτι σε έχει συνταράξει. Κι όταν άναψαν τα φώτα, δεκάδες βουρκωμένα μάτια, σαν τα δικά μου, κοιτούσαν χαμηλά για να μην εκτεθούν περισσότερο. Μελούρες, μπορεί να πει κανείς. Πράγματι. Τι ωραία!