ΟΤΑΝ ΛΕΙΠΕΙ Η ΜΑΜΑ (2019)
(10 GIORNI SENZA MAMMA)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεσάντρο Τζενοβέζι
- ΚΑΣΤ: Φάμπιο Ντε Λουίτζι, Βαλεντίνα Λοντοβίνι, Αντζέλικα Έλι, Νικολό Σένι, Έντζο Καζερτάνο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Όταν η γυναίκα του αποφασίζει να φύγει για δέκα μέρες χαλάρωσης στην Κούβα, ο δουλευταράς μπαμπάς θα αναγκαστεί για πρώτη φόρα να συνδυάσει επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις. Το παιδομάνι, όμως, δεν είναι απλή υπόθεση.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως σε αντίθεση με τις σύγχρονες γαλλικές κωμωδίες, τα σενάρια των οποίων πολύ συχνά σε κάνουν ν’ απορείς για το από πού αντλούν έμπνευση οι γραφιάδες τους, οι ιταλικές (όπως και οι ισπανικές, τις οποίες βλέπουμε σπανιότερα, αφού ως γνωστόν η συγκεκριμένη γλώσσα ταιριάζει μόνο σε… θρίλερ) διατηρούν μία κάποια συνδετική γραμμή με την ντόπια λαϊκή παράδοση. Από μόνο του, όμως, αυτό δεν φτάνει, καθώς οι καιροί αλλάζουν. Το σενάριο τούτου εδώ, λόγου χάρη, μοιάζει να έχει γραφτεί κάπου στη δεκαετία του… ’50 και για κάποια μυστηριώδη αιτία να γυρίστηκε σε ταινία έξι ολόκληρες δεκαετίες αργότερα, χωρίς μάλιστα να έχει πειραχτεί τίποτα από το αρχικό κείμενο! Καλή η παράδοση, αλλά και μια μικρή προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα χρειάζεται όσο να ‘ναι. Αλλιώς, οι «Δέκα Μέρες Χωρίς τη Μαμά» (του original τίτλου) κινδυνεύουν να μοιάσουν με δέκα μέρες βασανιστηρίων εντός θερινού σινεμά…
Σύζυγος και πατέρας τριών παιδιών, που έχει φάει τα νιάτα του γυρίζοντας λόγω δουλειάς την Ιταλία, εξακολουθεί να εργάζεται με έντονους ρυθμούς ακόμη και άνευ επαγγελματικών ταξιδιών, απέχοντας πλήρως από τα οικογενειακά καθήκοντα. Αυτά τα έχει παραχωρήσει μετά (δικής του) χαράς στη γυναίκα του, η οποία αμέσως μετά τη γέννηση της πρώτης τους κόρης, δεκατρία χρόνια πριν, εγκατέλειψε τη δικηγορία ώστε να αφοσιωθεί πλήρως στην οικογένειά της. Μπουχτισμένη από τη μόνιμη α λα Μαίρη Παναγιωταρά κατάσταση την οποία βιώνει και αναπολώντας με τη μεγαλύτερή της αδελφή τα παλιά ανέμελα χρόνια, παίρνει την αυθόρμητη απόφαση να τα παρατήσει όλα για ένα δεκαήμερο και να την κάνει για Κούβα, για ξάπλες, ποτά και ξενύχτια, χωρίς να έχει έγνοια καμιά για πιτσιρίκια, διαβάσματα και άλλα τέτοια βλαβερά. Του συζύγου δεν του έρχεται ακριβώς κεραμίδα, αφού (αφελώς) θεωρεί πως η καλή του δεν κάνει και τίποτα το δύσκολο ευρισκόμενη μόνιμα εντός των τεσσάρων τοίχων της όμορφης οικίας τους, δεχόμενος με άνεση να την αντικαταστήσει για το μικρό διάστημα της απουσίας της. Για κακή του τύχη, όμως, την ίδια ακριβώς περίοδο τα πράγματα στο επαγγελματικό πεδίο παίρνουν μια άσχημη γι’ αυτόν τροπή, καθώς νέος, προστατευόμενος του αφεντικού του συνάδελφος απειλεί να του φάει τη θέση. Οι υποτιθέμενες χαλαρές δέκα μέρες χωρίς τη μαμά ξαφνικά μοιάζουν με κόλαση.
Όπως (ευκόλως από τα άνωθεν) γίνεται κατανοητό, το όλο πράγμα αναδίδει οσμή φορμόλης. Η σύζυγος στην κουζίνα να μαγειρεύει και να σιδερώνει, ο άντρας στο γραφείο να φέρνει λεφτά στο σπιτικό. Στην προκειμένη περίπτωση, δε, πάρα πολλά λεφτά, αφού σαν προϊστάμενος προσωπικού ενός οικογενειακού supermarket έχει καταφέρει με κάποιον τρόπο να διατηρεί σπιταρόνα στη Ρώμη, έχοντας το Κολοσσαίο στο πιάτο. Άμα τη φυγή της γυναικός, ο τάχιστα έντρομος σύζυγος ανακαλύπτει πως μικροπράγματα με τα οποία ουδεμία επαφή στο παρελθόν είχε, όπως ο παιδικός σταθμός της μικρής, το ποδόσφαιρο του μικρού και η ενηλικίωση της μεγάλης, δεν είναι αστεία υπόθεση. Δηλαδή, κυριολεκτικά δεν είναι αστεία υπόθεση, εκτός εάν γελάτε με φάρσες που αφήνουν τον καλό μπαμπά με… έλλειμμα δοντιών (την προηγούμενη μέρα σημαντικότατου meeting, μάλιστα) ή θεωρείτε πως ο συνδυασμός γκομενικών προβλημάτων μιας έφηβης και ενός μόνιμα απορημένου πατέρα είναι η επιτομή του σύγχρονου έξυπνου χιούμορ.
Οι κόντρες στο επαγγελματικό πεδίο, μαζί με τη λανθάνουσα τρέλα του ιδιοκτήτη του supermarket όπου ο καλός σύζυγος εργάζεται, είναι ακόμα πιο παρωχημένα ως σύλληψη, προτάσσοντας την ιδέα πως για να κάνεις καριέρα πρέπει να είσαι υπόδειγμα οικογενειάρχη. Σε αντίθετη περίπτωση, τα πράγματα χλωμιάζουν. Και για τον ήρωά μας είναι μια ώρα χλωμή, της Κούβας η ώρα. Η υποπλοκή που έχει να κάνει με την απόλυση νεαρής υπαλλήλου εξαιτίας υπερβάλλοντος ζήλου του padre di famiglia (ως απόρροια της ανασφάλειάς του) και η εμφάνισή της σε ρόλο άγνωστης που βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του διεκδικεί το βραβείο «Η Σύμπτωση του Αιώνα», θέλοντας παράλληλα να χτίσει το προφίλ του δίκαιου και καλόκαρδου ανθρώπου, σε εναρμόνιση με τη φτωχή ανύπαντρη μάνα που υπέπεσε στο έγκλημα να κλέψει τρεις βίδες (!) για το φουκαριάρικό της (αλήθεια, τρεις βίδες μετρημένες). Είναι απορίας άξιον πώς διάολο δεν μπόρεσαν να σκεφτούν κάποιο πιο ελκυστικό αντικείμενο, που να αξίζει να κλαπεί. Προφανώς, όμως, εξήντα και βάλε χρόνια πριν, τον καιρό που πιθανολογούμε ότι γράφτηκε το σενάριο τούτο, με τρεις βίδες μάλλον ήσουν κάτι σαν εκατομμυριούχος.