FreeCinema

Follow us

ΜΗ ΜΕ ΑΓΓΙΖΕΙΣ (2018)

(TOUCH ME NOT)

  • ΕΙΔΟΣ: Πειραματικό Μυθοπλαστικό Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντίνα Πιντιλίε
  • ΚΑΣΤ: Λόρα Μπένσον, Τόμας Λεμαρκίς, Κρίστιαν Μπάγερλαϊν, Αντίνα Πιντιλίε
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Ρεαλιστικά δραματουργημένες «περιπτώσεις» αφήνονται σε συναναστροφή με πραγματικούς θεραπευτές και masters of sex, στις οπτικές και στοματικές εκδηλώσεις της εμπνεύστριας του συμπλέγματος mistress, στο μετά τού meta καλλιτεχνήματος. Ματαίωση, κανείς;

Για το κορμί ως απελευθερωμένο και απελευθερωτικό πομπό και δέκτη απόλαυσης «Οι Κόρες της Φωτιάς» της Αλμπερτίνα Κάρι. Για το freakshow της επαφής με τον άγνωστο ξένο το «Σύνορο» του Αλί Αμπάσι. Αυτές είναι με διαφορά οι κορυφαίες φετινές δουλειές επάνω στους αντίστοιχους προβληματισμούς. A priori ενώνοντάς τους εις σάρκαν μίαν, και αν ακόμα κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο και το βραβείο καλύτερης πρώτης ταινίας του Φεστιβάλ Βερολίνου, η μετά από σχεδόν επτά χρόνια προσπαθειών διακόρευση τής Αντίνα Πιντιλίε (απλή συνωνυμία με τον προ μηνών εκδημήσαντα πιονιέρο συνάδελφό της, Λουτσιάν) στη μεγάλου μήκους σού κάθεται ως πολύ λιγότερο τολμηρή απ’ όσο θα επιθυμούσε ή παριστάνει ότι είναι, πολύ λιγότερο κατασταλαγμένη και γονιμοποιητική απ’ ό,τι ένα experimental δοκίμιο (αυτό αποτελεί στην καρδιά της) οφείλει, μια αυτο-προβοκάτσια που δεν ξεπαρθενεύει τα «είδη» είτε του μεταξύ-fiction-και-ντοκουμέντου υβριδίου είτε του ιντελεκτουέλ taboo-θραυστικού skin flick. «Mela – mela – mela – mela – melancholia» που λέει και το «Die Befindlichkeit des Landes» των Einstürzende Neubauten που ντύνει ενίοτε το soundtrack. Άσχετο – ή, ανατρέχοντας στο συνώνυμο classic του Λαρς φον Τρίερ που θα είχε πολλά να διδάξει τη Βαλκάνιά μας με το «Nymph()maniac» του, μήπως όχι;

«Οικειότητα, εμπιστοσύνη, πόθος, ασφάλεια». Η ίδια η Πιντιλίε, η – ως ασώματος (ντροπιαστικά οξύμωρο, ε;) ομιλούσα κεφαλή στο μόνιτορ μιας ARRI AMIRA – dominatrix του οργίου πράξεων και ιδεών, κάποια στιγμή προς το τελείωμα θέτει ρητά τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων των ζητημάτων που για πάνω από μιάμιση ώρα άπτονταν αυτής της έκκλησης ενσυναίσθησης εν είδει ανθρωπολογικής εξέτασης των για οποιαδήποτε αιτία αγκυλωμένων αναπαραστάσεων του προσωπικού κόσμου στην θα ‘πρεπε-πιο-πηγαία διαπροσωπική του έκφανση. Στο έμπα, βέβαια, την είχε… παίξει α λα «Η Δασκάλα του Πιάνου». Η Αγγλίδα Λόρα Μπένσον υποδύεται τη σκηνοθέτιδα («προβολή» κατάλαβες ποιας) Λόρα που, έχοντας «θέμα» με την επαφή, πληρώνει βουλγάρικο call boy να αυνανιστεί στο κρεβάτι της, του παίρνει μίνι συνέντευξη και μυρίζει τα σεντόνια αφού αυτός εγκαταλείψει τον χώρο της. Κατάκοιτος σε κλινική ηλικιωμένος τον οποίο επισκέπτεται βλοσυρή τι ρόλο διαδραματίζει στο ότι θα συνεχίσει να παριστάνει τον «κλειδωμένο»-Βίλχελμ-Ράιχ-με-κάμερα και με κατά σειρά τρεις ακόμα επίδοξα ιαματικούς εργάτες-της-libido ρευστού φύλου και καινοτόμων πρακτικών, από οίκαδεν «μάτι» μέχρι γνωσιακό conscious kink;

Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται βολικά και στα πλαίσια του φλου αρτιστίκ, ενώ κάτι σαν ομαδική απτική γιόγκα έχει ήδη κυριολεκτικά ρίξει στα πατώματα και φέρνει κοντά τον νορμάλ Τούντορ (που μετά θα γίνει Τόμας, και είναι ο πλήρως άτριχος Ισλανδός καρατερίστας Τόμας Λεμαρκίς), πρόθυμο να ανοιχτεί στον απέναντι αλλά με λανθάνον τραυματάκι λόγω της καθολικής αλωπεκίας που τον βρήκε έφηβο, και τον φιλοσοφημένα συνειδητοποιημένο Κρίστιαν (ο Γερμανός ερασιτέχνης Κρίστιαν Μπάγερλαϊν), πάσχοντα από νωτιαία μυϊκή ατροφία αλλά πλήρως λυμένο όσον αφορά τη φτιαξιά και την κατάσταση της υγείας του, το εν προκειμένω «πρόγραμμα», τις γενετήσιες ανάγκες και (υπαρκτές) δυνατότητές του. Όταν επισημάνσεις του τύπου «Το σώμα σου είσαι εσύ. Αλλά μιλάς γι’ αυτό σαν να είναι ένας ξένος» στις διαλογικές ή ακουμπητικές συνδιαλλαγές των εκάστοτε (πάντα) ζευγαριών διαδεχτεί η πρώτη από τις δύο επισκέψεις σ’ ένα BDSM άβατο, και η εικόνα της εξομολογητικής για μύχιους συλλογισμούς και για την εδώ μέθοδό της Πιντιλίε αρχίσει να… δακρύζει, προτού οι τρεις πρωταγωνιστές απεκδυθούν τις επινοημένες εν μέρει επάνω τους κατά τη διάρκεια εργαστηρίων αυτοσχεδιασμού περσόνες για να καταθέσουν τις εντυπώσεις τους απ’ την «άσκηση», εκείνο το «Νιώθεις άνετα στο πετσί σου;» που ακούγεται σε κάποια δόση μοιάζει να αποκτά κι ένα δεύτερο νόημα και ν’ απευθύνεται δυσοίωνα εξίσου στη Ρουμάνα δημιουργό και στον θεατή.

Το εμπεριεχόμενο σοφό «Έχουμε όλοι ανατραφεί έτσι ώστε να αισθανόμαστε σαν ένα μυαλό που μεταφέρεται πέρα δώθε από ένα σώμα» ισχύει ομοίως γι’ αυτό το φιλέρευνο κι αξιοπρόσεκτο αλλά ασχημάτιστο κι ενίοτε ανοητούλι corpus. Η διανοούμενη Πιντιλίε ξέρει τι θέλει αλλά ψάχνεται στο εργαστήριο, της φαιάς ουσίας της και της τέχνης της, με πατεντάτη μεθοδολογία «μαϊμού» που, εκτός του ότι στερείται στεγανών, επιχειρεί να αποδείξει και το αυταπόδεικτο. «Πες μου πώς αγαπήθηκες για να σου πω πώς αγαπάς» σουμάρει, εκτρεπόμενο σε «ντιβάνι» αυτοβοήθειας, στο climax του το γνωσιακό «σενάριο». Σου θυμίζει… καθυστερημένη διάγνωση επαγγελματικού δισέγγονου του Φρόιντ; Τι να πεις, τότε, για τις σεκάνς aerial σαδομαζοχιστικής περίδεσης και μη εκθετικού οργίου στο club, που μπλέκουν τα μπούτια του «Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι» μ’ εκείνα του «Φως Μετά το Σκοτάδι» – αφού το φιλμ επιχειρεί να κλονίσει τις προκαταλήψεις μας, γιατί τις κουβαλάει το ίδιο καταντώντας πουριτανικό art-house ώστε να μην του κολλήσει η ρετσινιά του exploitation;

Η Πιντιλίε… ζμπρώχνει, κατά δήλωσή της, για «απο-αντικειμενοποίηση και προσωποποίηση της ανθρώπινης συναλλαγής» – με τις περισσότερα sketch συνεδρίες να συμπεριλαμβάνουν επαγγελματίες (!) του έρωτα δεν φάσκει και αντιφάσκει; Ομού κι η αθερμία των (απο)στειρωμένων διακόσμων και γκαρνταρόμπας των δίποδων ινδικών χοιριδίων της: to know us better και παλέτα του πάγου, ουμανισμός και κλινικότητα – είναι εφικτή αυτή η «στάση»; «Το να αγαπάμε ο ένας τον άλλον χωρίς να χάνουμε τον εαυτό μας, το βασικό δίλημμα στο ζήτημα της οικειότητας, είναι στον πυρήνα της έρευνάς μου στην ταινία και στη ζωή μου», δηλώνει αυτοϊκανοποιούμενη η auteur; Ε, το δεύτερο σκέλος, της απώλειας του Είναι, ούτε καν αχνοφαίνεται, απλώς δεν υφίσταται ως εκδοχή σ’ ένα «εργαστήριο» όπου, αποτρέποντας τον ταυτόχρονο οργασμό μας, οι χαρακτήρες – βοηθήματα και το μακρύ και το κοντό (#triplhsanagnoshs) ενός εκάστου, ακόμη κι όταν αυτοί σμίγουν, νιώθεις συχνά ότι «τη βρίσκουν» κατά μόνας. Αν το σημαίνον είναι εμπρόθετο, βρήκε το σημείο G του, αν όχι, κι εδώ ο βασιλιάς είναι γυμνός.

Στην agenda τού «Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι» τής Πιντιλίε, ο υπέρ του μειονοτικού αλλά όχι μειονεκτούντος διαφορετικού αναθεωρητικός βραχίονας ξεχωρίζει, με την καλή και την κακή έννοια. Ένας παρενδυτικός ή ένα ΑμΕΑ μπορεί να γιατρέψει λεκτικά και συμπεριφορικά τους συναισθηματικά μπλοκαρισμένους-σε-σημείο-αφανούς-αναπηρίας, με απροσδόκητα θαυμαστή συγκρότηση σκέψης κι έκφρασης πλάι στη σκευή των εμπειριών του, ταυτόχρονα όμως εγείρει έρεισμα για τη μομφή του «εξωτισμού» κατά μίας – τίμιας, αυτό είναι το χειρότερο – πραγματείας στην οποία αυτό ακριβώς το issue της επίδρασης του βλέμματος του Εγώ («Η εικόνα που έχω για μένα») ή του Έτερου («Ποιος είναι ο φόβος σου; – «Το να με κοιτάξουν. Το να με κρίνουν») επανέρχεται ευθέως τακτά. Τι να τις κάνεις κι ωραίες ψαύσεις του μοντάζ (προσέξτε το αόρατο dissolve απ’ το δέρμα του σπανού σ’ εκείνο της μεγαλοκοπέλας), όταν στο φινάλε η τύπισσα και καλά βγάζει από μέσα της τη νεύρωση χορεύοντας τσιτσίδι; Τι διάολο, τόση ώρα μπανίζαμε το «Όταν Έκλαψε ο Νίτσε» να μαλάζει το «Kinsey» à la manière de Χαρούν Φαρόκι, και στον Χαλ Χάρτλεϊ θα ανατρέξουμε για body work συμβουλευτική; Δεν είμαστε καλά…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Βάζει χέρι σε κάτι πραγματικά ενδιαφέρον και σε βάζει σε (έως και βρώμικες αν είσαι στερημένος, στη ζωή ή στο πανί) σκέψεις, αλλά το άτσαλο ψαχούλεμα δεν κρύβεται κι η ανηδονία καραδοκεί. Πολλοί… σκληροί κουλτουριάρηδες, που έχουν ματώσει στο dark room των μεικτών genres και του παράλληλου κυκλώματος διανομής, θα το εκλογικεύσουν γρήγορα μισοαπογοητευμένοι. Ψυχρές, καράφλες, μισοριξιές για «ήρωες»; Οι body shamers των εμπορικών αιθουσών, αν έχουν λεφτά κι όρεξη για πλάκα, θεωρητικά θα έκαναν party. Σιγουράκι για προβολή της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας προσεχώς.


MORE REVIEWS

ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο Καλέμπ, νεαρός κάτοικος του ελαφρώς γκετοποιημένου κτηριακού συγκροτήματος Les Arenes de Picasso, λίγο έξω από το Παρίσι, με αδυναμία στο να συλλέγει εξωτικά έντομα, φέρνει στο διαμέρισμά του μια σπάνια αράχνη άκρως επικίνδυνη και δηλητηριώδη, η οποία αναπαράγεται με απίστευτη ευκολία και ταχύτητα. Επίσης, τα τέκνα της… μεγαλώνουν αφύσικα!

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.