FreeCinema

Follow us
05.1112:30

Θεσσαλονίκη 59: Η ζωή είναι ένα μελόπραμα.


Το 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ξεκίνησε και το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς με σιγουριά είναι το σχεδόν παθιασμένο ενδιαφέρον των θεατών γι’ αυτό! Η διοργάνωση των τελευταίων ετών έχτισε ένα κλίμα αξιοπιστίας, μια αίσθηση καθήκοντος της πόλης ως προς την προσέλευση, άσχετα από το ότι το φετινό πρόγραμμα δεν έχει (όπως φαίνεται εμπράκτως) τη δύναμη να το υποστηρίξει.

Με έναν περίεργο τρόπο, τα τελευταία χρόνια, με την Ελίζ Ζαλαντό και τον Ορέστη Ανδρεαδάκη στο τιμόνι του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο θεσμός απέκτησε μια καθαρότητα ισορροπίας, αποτραβηγμένη από μικροσκάνδαλα, πηγαδάκια κουτσομπολιού και focus στο (σχεδόν) εξωκινηματογραφικό παρασκήνιο που έφερνε μαζί της η Αθήνα, ερχόμενη εδώ (και) με ελαφρά τουριστική διάθεση. Εάν κάπου, κάπως, συνεχίζεται όλο αυτό το «πανηγυράκι» και δεν το έχω αντιληφθεί, χαίρομαι που δεν είμαι μέρος του, ούτε καν ως «θεατής». Το θέμα του φεστιβάλ έγινε και πάλι το σινεμά, όμως αυτό πρέπει (στην τελική) να υποστηρίζεται και από ένα δυνατό πρόγραμμα. Και εδώ μπαίνουν κάποια εμπόδια, τα οποία σχετίζονται με την ποιότητα της παγκόσμιας (φεστιβαλικής) παραγωγής, το timing της προβολής κάποιων φιλμ, το κυνήγι της διεκδίκησης τίτλων. Σε αυτόν τον τομέα, η φετινή διοργάνωση επιδεικνύει κάτι μεταξύ… παραίτησης ή εξάντλησης. Σπουδαίο και σχεδόν πλήρες το αφιέρωμα στο «Greek Queer Cinema», για παράδειγμα, ειδικά για το κοινό που μπορεί να μην είχε ποτέ μια συνολική εικόνα της κατάστασης σε σχέση με το εγχώριο σινεμά, όμως η έκτασή του στον προγραμματισμό αφαιρεί σημαντικό μέρος από σημερινές προτάσεις. Προσωπικά, θα προτιμούσα να είχε πραγματοποιηθεί εκτός των ημερομηνιών του φεστιβάλ, σαν ένα ξεχωριστό event, με το επιπλέον «θράσος» της ένθεσης κάποιων περισσότερο… trash ή camp αναφορών που θα έδιναν και μια επιπλέον νότα χιούμορ (πόσω μάλλον σε μεταμεσονύκτιες προβολές), η οποία απέχει πλήρως από τις υπάρχουσες («κουλτουριάρικες») επιλογές. Γενικά, θα έλεγα πως υπάρχει μια αίσθηση «δικαιολογιών» στον όλο προγραμματισμό, με «γεμίσματα» τα οποία προστέθηκαν για να καλύψουν (όχι και τόσο περίτεχνα, if you ask me) κενά.

Τώρα, το αν υπάρχουν αρκετές μέτριες ταινίες, θα το ξαναπώ, δεν είναι μονάχα ευθύνη της Θεσσαλονίκης. Τουλάχιστον, διακρίνεται η αποφυγή του εύκολου εντυπωσιασμού με πολυακουσμένα ονόματα, τα οποία ενδεχομένως θα προτιμούσαν οι θεατές (ας πούμε ότι η προβολή της «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν ήταν sold-out με το που βγήκαν τα εισιτήρια, μέρες πριν ξεκινήσει το Φεστιβάλ!), όμως τούτη η διοργάνωση δεν χρειάζεται την «γκλαμουρ(γ)ιά» και την in your face επίδειξη για να φέρει εις πέρας τους στόχους της. Χρειάζεται σωστή και ακριβέστατη λειτουργία, σεβασμό απέναντι σε ντόπιο κοινό και επισκέπτες, και… ταινίες (διάβολε!).

Όπως επαναλαμβάνω εδώ και χρόνια, δεν ανεβαίνω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να μεταφέρω μια στεγνή, ρεπορταζιακή «υποχρέωση» αποστολής, αλλά για να ζω το κλίμα, τον τρόπο λειτουργίας και την αποτελεσματικότητα της διοργάνωσης ως ένας… απλός θεατής που επιλέγει τα φιλμ τα οποία θα ήθελε να παρακολουθήσει, με το χέρι στη σκανδάλη και την τύχη της κινέζικης ρουλέτας! Οι πρώτες μέρες (με οκτώ φιλμ που πρόλαβα να δω) έτυχε να φέρνουν στο προσκήνιο περισσότερο έντονα τη δραματική απόκλιση προς το melo, με διαφορετικές και όχι απαραίτητα πετυχημένες προσεγγίσεις. Ξεχώρισα το αμερικάνικο «Friday’s Child» του Έι Τζέι Έντουαρντς (κάπως άδικα «ριγμένο» σε πρωινή προβολή του Σαββάτου στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ), δεύτερη μεγάλου μήκους δουλειά ενός από τους μοντέρ που συνεργάστηκαν τα τελευταία χρόνια με τον Τέρενς Μάλικ, αλλά και το σουηδικό «Gräns» του Αλί Αμπάσι, επίσης δεύτερη μεγάλου μήκους, αμφότερες από το κυρίως πρόγραμμα των Ανοιχτών Οριζόντων.

Το «Friday’s Child» μιλά για την «ανώμαλη» προσγείωση των νέων, από την εφηβεία στις ευθύνες της ενήλικης ζωής, με ήρωα ένα ορφανό αγόρι που πρέπει να βγει στην κοινωνία και να αποδείξει πως έχει τις ικανότητες να επιζήσει δίχως γονική φροντίδα και ενίσχυση, παραμένοντας ταυτόχρονα στον (αποκαλούμενο) ίσιο δρόμο. Ο Έντουαρντς επιλέγει το ελαφρώς της μόδας academy ratio του 4:3, όχι με τον συνηθισμένα «arty» τρόπο των φεστιβαλικών φιλμ αλλά στο ύφος του «American Honey» (2016) της Άντρεα Άρνολντ, με μια εμμονή στη χρήση ευρυγώνιων φακών και με ένα επιμελές flow κίνησης της κάμερας στο χέρι (δίχως ταρακούνημα…), αποτυπώνοντας με απόκοσμο τρόπο την ερημιά στο τοπίο της Αμερικής του σήμερα, όσο και τον απογυμνωμένο από συναίσθημα καθημερινό βίο των λαϊκών τάξεων, σε μια χώρα που δεν βλέπει μπροστά της κανένα «όνειρο», παρά μονάχα μια μισθοδοσία σταθερή η οποία επιτρέπει στους πλέον κοινούς και «αναλώσιμους» θνητούς να βγάζουν τη μέρα (σχεδόν) στοιχειωδώς. Το σενάριο διαθέτει ένα βαρύ μελοδραματικό twist, που όμως ο Έντουαρντς χειρίζεται διακριτικά για να καταλήξει σε μια απόπειρα εξιλέωσης τίμια συγκινητική. Καταπληκτικές εικόνες πόλης από το Όστιν του Τέξας, ωραίο καστ (ωριμάζει αφήνοντας υποσχέσεις ο Τάι Σέρινταν) και άξια αναφοράς η μουσική του Κόλιν Στέτσον («Η Διαδοχή»), ο οποίος υποδεικνύει ουσιαστικά τον τόνο ψυχισμού του ήρωα με τις συνθέσεις του. Ωραία δουλειά.

Το «Gräns», βασισμένο στο ομώνυμο short story του Γιον Άιβιντε Λίντκβιστ («Άσε το Κακό να Μπει»), είναι ένα πρωτότυπο (χωρίς μελοδραματισμούς) ρομάντζο με στοιχεία φανταστικού και ηρωίδα μια τελωνειακή υπάλληλο με «μύτη» που πιάνει κάθε είδος παραβάτη, εκμεταλλευόμενη ένα σχεδόν ζωώδες ένστικτο. Με πρόσωπο ελαφρώς παραμορφωμένο και αλλόκοτο, δείχνει να μην ανήκει σε τούτον τον κόσμο και μια μέρα θα βρεθεί προ μεγάλης εκπλήξεως όταν έρθει πρόσωπο με πρόσωπο μ’ ένα πλάσμα σχεδόν όμοιο εκείνης, το οποίο (λόγω τριχοφυΐας στο πρόσωπο) εσφαλμένα αντιμετωπίζει ως άνδρα. Κάποια στοιχεία της πλοκής είναι οπωσδήποτε προβλέψιμα, όμως η ιστορία είναι πραγματικά original και αναπτύσσεται σε ένα τεντωμένο σχοινί μεταξύ κοινωνικής αλληγορίας και φαντασιακού θρίλερ, με την υποπλοκή που αφορά την παιδική πορνογραφία να μην λειτουργεί πλήρως (αν όχι να μπερδεύει τον βασικό σκελετό της αφήγησης). Το φιλμ χειροκροτήθηκε θερμά, κυρίως διότι πρόσφερε ένα είδος καινούργιας εμπειρίας, πέρα από τα κουρασμένα φεστιβαλικά πρότυπα (ήταν και ο νικητής του βραβείου καλύτερης ταινίας στο τμήμα Un Certain Regard των φετινών Καννών).

Μερικές φορές το δράμα έχει και μια έννοια #diplhs. Η «Petra» του Ισπανού Χάιμε Ροζάλες, δυστυχώς, ανήκει στη χειρότερη πλευρά αυτής. Λαϊκό μελόδραμα σαν ιστορία, με μια αφήγηση μη γραμμική που δεν εξυπηρετεί απολύτως τίποτα, πέραν της σοβαροφάνειας του δημιουργού του, εξελίσσεται σε έναν καταστασιακό τραγέλαφο (στην πιο ισχυρή «ανατροπή» τού φιλμ μεγάλη μερίδα του κοινού γέλασε), καθώς η διόλου πατρική φιγούρα ενός διάσημου εικαστικού καλλιτέχνη προκαλεί μονάχα το μίσος ως προσωπικότητα, διαλύοντας την οικογένειά του. Αυτοκτονίες και δολοφονίες δίνουν και παίρνουν επί 107 λεπτά, πάνω σε ένα σενάριο που ξεμαλλιάζει με υπερβολή το δήθεν μοντέλο της αρχαιοελληνικής τραγωδίας που είχε στο μυαλό του ο Ροσάλες. Θα του πρότεινα να καθόταν στο σπίτι του και να έβλεπε το εξαιρετικό «Μέσα από τις Φλόγες» του Ντενί Βιλνέβ.

Από το διαγωνιστικό τμήμα, το «Kraben Rahu», σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ταϊλανδού οπερατέρ Πουτιπόνγκ Αρουνφένγκ, (μάλλον) επιχειρεί να αποτραβηχτεί από το φεστιβαλικό «στίγμα» των ταινιών της πατρίδας του, έχοντας μια ιστορία να αφηγηθεί. Ελλειπτική, προφανώς, αλλά σε βάζει σε μια ατμόσφαιρα σασπένς (αρχικά) η ανακάλυψη ενός ετοιμοθάνατου άνδρα αγνώστου ταυτότητας σε έναν βαλτότοπο. Ο σωτήρας του, ακόμη πληγωμένος από την εγκατάλειψη της συζύγου του, βρίσκει στο πρόσωπό του έναν αδελφικό φίλο, που αν και μουγγός, ανίκανος στην επικοινωνία δηλαδή, στέκει δίπλα του με αγάπη. Και εδώ ένα μελοδραματικό twist αλλάζει τη ροή των πραγμάτων και των σχέσεων των χαρακτήρων, για να καταλήξει σε μια «ποιητική» αφέλεια που δεν βγάζει νόημα, όμως μας χαρίζει μερικές παράδοξες εικόνες φύσης σε συνδυασμό με… disco φωτάκια! Αποτυχία, αλλά τουλάχιστον δεν έγινε του… Απιτσατπόνγκ!

Σκόρπιες και εναγώνιες απόπειρες για μια κάποια έκπληξη στο σκοτάδι της αίθουσας. Το γαλλικό «Sauvage» του Καμίλ Βιντάλ-Νακέτ μας παρουσιάζει έναν αυτοκαταστροφικό gay ήρωα (που άνευ λόγου και αιτίας, για να τον «λυπηθούμε» ακόμη περισσότερο, πλένει τα μούτρα του με βρωμόνερα από μια λακκούβα στην άσφαλτο ή κολατσίζει από κάδους σκουπιδιών) μόλις 22 ετών, ο οποίος πουλάει το κορμί του στους δρόμους και κάπου εκεί θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί έναν μελαψό «συνάδελφό» του που δηλώνει straight, αλλά θα επιλέξει τη συντροφιά ενός μεσήλικα ιδιοκτήτη club. Αστείο σενάριο, πρόκληση μέσω γραφικών σκηνών σεξ και ένα δήθεν «shock value» (η σκηνή με τον πελώριο δονητή), σε ένα δράμα που δεν έπειθε με τίποτα. Καλύτερων προθέσεων το σοβιετικό «Podbrosy» (φωτό), τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Ιβάν Ι. Τβερντόβσκι, με το εύρημα ενός ορφανοτροφείου που δέχεται νεογέννητα βρέφη από ανώνυμες μανάδες σε ένα «baby box». Ο έφηβος ήρωας, που μεγάλωσε εκεί, θα φυγαδευτεί με τη βοήθεια της μητέρας του και θα εγκλιματιστεί σε ένα περιβάλλον παρανομίας, με κύρια ασχολία του το σκηνοθετημένο πέσιμο πάνω σε περαστικά αυτοκίνητα, ώστε μια ολόκληρη σπείρα (που ξεκινά από νοσοκομειακούς και καταλήγει σε δικαστικούς) να εισπράττει μεγάλες αποζημιώσεις από ασφαλιστικές. Η παρουσίαση ενός διαβρωμένου κρατικού συστήματος γίνεται με σωστές δόσεις χιούμορ, όμως αυτό το αρκετά υποσχόμενο φιλμ δεν κορυφώνεται σε κάτι ολοκληρωμένο σεναριακά. Από τα μεταμεσονύκτια (ή κάπου εκεί γύρω χρονικά), το «Piercing» του Αμερικανού Νίκολας Πέσε ξεχωρίζει μονάχα για τις μουσικές του επιλογές από «καλτίλες» του ιταλικού κινηματογράφου των ‘70s. Ένας άνδρας (παντρεμένος και με παιδί) κλείνει δωμάτιο σε ξενοδοχείο, καλεί μια «συνοδό» που να έχει σχέση με τα S&M παιχνίδια και έχει σχεδιάσει να τη… δολοφονήσει και να την τεμαχίσει, μόνο που το «σενάριο» δεν ακολουθεί ποτέ τα όσα εκείνος έχει «προβάρει» στο μυαλό του. Ξεκινά με μια ωραία διάθεση πλάκας, αλλά σταδιακά θέλεις εσύ να γίνεις δολοφόνος μέχρι να περάσουν τα μόλις 81 λεπτά της διάρκειάς του. «Δράμα», δηλαδή.

Ευτυχώς, η προβολή του αμερικάνικου «Chained for Life» του Άαρον Σίμπεργκ, από το διαγωνιστικό τμήμα, προκάλεσε κάποια ευφορία στο κοινό, παρά την κάπως ερασιτεχνική, «πρωτόλειας» φόρμας σκηνοθεσία. Το φιλμ ξεκινά με ένα απόφθεγμα της κριτικού Πολίν Κέιλ για την ομορφιά των πρωταγωνιστών του σινεμά, μια σωστή εισαγωγή πάνω στο θέμα της εμφάνισης και τα διάφορα taboo της κοινωνικής αποδοχής (ή μη) ανθρώπων οι οποίοι «διαφέρουν» εκ γενετής. Μεγάλα ατού εδώ, η εξυπνάδα της γραφής (ενίοτε γουντιαλενικής) και η χαρισματική παρουσία του παραμορφωμένου Άνταμ Πίρσον (γνωστού από ένα χαρακτηριστικό πέρασμα στο «Κάτω από το Δέρμα»). Πρόκειται για μια σάτιρα των κινηματογραφικών στερεοτύπων, που ανατρέπεται μέσα από κάμποσα layers ευρημάτων, καθώς παρακολουθούμε τα παρασκήνια των γυρισμάτων ενός «δεύτερου» horror δράματος από Γερμανό (άρα και arty…) δημιουργό. Περιέχει πολύ εύστοχες παρατηρήσεις το σενάριο του Σίμπεργκ, αλλά ένας πιο έμπειρος σκηνοθέτης θα το αναδείκνυε σαφώς καλύτερα.

Παραμένω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για περισσότερες κινηματογραφικές «περιπέτειες» (βλέπε ελληνικές ταινίες…) και τούτη την εβδομάδα και κλείνω εδώ με μερικές σύντομες παρατηρήσεις επί του συνόλου της διοργάνωσης. Προσωπικό και εθελοντές στις αίθουσες παραμένουν άψογοι. Μπράβο για τη διατήρηση της ποιότητας εξυπηρέτησης και βοήθειας του κοινού. Η ύπαρξη του spot για τη μη χρήση κινητών τηλεφώνων κατά τη διάρκεια των προβολών έχει φέρει αποτέλεσμα, άρα δικαίως έβαλα τις φωνές προ ετών. Σπανιότατα ακούς ringtone μέσα στο σινεμά, πια. Ο κόσμος μαθαίνει και σέβεται. Μια επιπλέον προσοχή στο κομμάτι της οργάνωσης (έτυχα σε προβολή που ξεκίνησε με λάθος έργο ή σε άλλη όπου οι υπότιτλοι εξαφανίστηκαν για λίγη ώρα, χωρίς διαμαρτυρίες, όμως, καθώς υπήρχαν και αγγλικοί επί της οθόνης). Αντιλαμβάνομαι το «χάος», αλλά η προσοχή επιβάλλεται.