FreeCinema

Follow us

ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ (2016)

(UNDER THE SHADOW)

  • ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπαμπάκ Ανβαρί
  • ΚΑΣΤ: Ναργκές Ρασιντί, Αβίν Μανσαντί, Μπόμπι Ναντερί
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 84'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Στην εμπόλεμη Τεχεράνη του ’80, μια μητέρα και η μικρή της κόρη θα έρθουν αντιμέτωπες με ένα κακόβουλο πλάσμα που στοιχειώνει το διαμέρισμά τους, μονάχα για να συνειδητοποιήσουν ότι μερικά «φαντάσματα» είναι πιο αληθινά απ’ όσο πιστεύουμε.

Δεν είναι εύκολο να καταπιάνεται κανείς με ένα μεγάλου μήκους ντεμπούτο, όσο κι αν τα 84 σε διάρκεια λεπτά του καθιστούν αυτή τη δημιουργική πρωτιά κατά τι πιο ομαλή στη full κινηματογραφική της απόδοση. Το ακόμη δυσκολότερο είναι όταν κάποιος επιχειρεί να βουτήξει από την αρχή στα βαθιά (σκηνοθετικά και σεναριακά) νερά του τρόμου, ενός κινηματογραφικού είδους που ούτε συγχωρεί εύκολα, ούτε και «χαρίζεται» στο κοινό, το οποίο με τη σειρά του συνήθως καραδοκεί στις γωνίες με το «τρομό-μετρο» ανά χείρας, μετρώντας κατά βούληση ποιος την έχει… μεγαλύτερη (την τρομάρα). Μα, είτε μιλάμε για splatter, είτε για μεταφυσικά φαινόμενα, είτε για αρχέγονο ψυχολογικό φόβο, δεν μιλάμε, επί της ουσίας, για το κοινό και αδιαίρετο σύνολο του σινεμά του τρόμου; Και ναι και όχι.

Αυτοβιογραφικό και μπολιασμένο μέχρι το κόκκαλο με τις επίπονες μνήμες του δημιουργού του, από τον πολυετή πόλεμο ανάμεσα στο Ιράν και το Ιράκ, το φιλμ του Ιρανού Μπαμπάκ Ανβαρί επιχειρεί να συνενώσει το horror στοιχείο με έναν κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό άμεσα σχετιζόμενο με τη θέση της γυναίκας στις χώρες τις Ανατολής. Υπό αυτή την οπτική, η ταινία του Ανβαρί δεν αποτελεί πρωτίστως ένα καθαρόαιμο horror, αλλά ένα ατμοσφαιρικό και καθ’ όλα κλειστοφοβικό οικογενειακό / κοινωνικό δράμα που τυγχάνει να παίζει πολύ καλά με τους κανόνες του τρόμου.

Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό, πως το «Στη Σκιά του Φόβου» δεν έχει ως βασικό του μέλημα ούτε να τρομάξει τον θεατή μέσω της χρήσης των (λίγων αλλά εξαιρετικά λειτουργικών του) jump scares, ούτε και να καταστήσει τα ανατολίτικα πνεύματα (γνωστά στην ισλαμική μυθολογία ως Djinn) ως μια ακόμη προσθήκη στον ατέλειωτο κατάλογο των κινηματογραφικών τεράτων. Αντλώντας έμπνευση από την τοπική παράδοση, τα ήθη, τα έθιμα και την πολύπαθη ιστορία του τόπου του, ο Ανβαρί σκηνοθετεί ένα horror φιλμ – πρόφαση, προκειμένου να μιλήσει για τα κακώς κείμενα του Ιράν, τα ατομικά τραύματα του παρελθόντος, τα επίμονα «φαντάσματα» του πολέμου και, κυρίως, για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα στο μετεπαναστατικό Ιράν. Σε έναν μεγάλο βαθμό, ο Ανβαρί γνωρίζει από πριν πως το κατάλληλο έδαφος για τον πυρήνα ενός απτού, φεμινιστικού twist βρίσκεται ακριβώς εκεί, στα πάτρια εδάφη, προεξοφλώντας αν μη τι άλλο την αποδοχή της ταινίας από το κοινό, που θα αισθανθεί μια κάποια «ενόχληση» από το μεταφορικό backstory της γυναικείας ανελευθερίας, όπως δηλαδή αναμένει να αισθανθεί από μια ταινία που διαδραματίζεται στο Ιράν (αν και αποτελεί ευρωπαϊκή παραγωγή, προσθέτοντας κι αυτό την δική του σημασία).

Το ενδιαφέρον, εντούτοις, στην περίπτωση του Ανβαρί είναι ο τρόπος με τον οποίο το… ζωντάνεμα των αστικών θρύλων επηρεάζει τόσο αμετάκλητα τις ζωές των δυο πρωταγωνιστριών, οι οποίες φτάνουν να εγκαταλείψουν οριστικά την επιβεβλημένη comfort zone της καθημερινότητάς τους, διεκδικώντας το δικαίωμα στην προσωπική νίκη, όσο μικρή, καθημερινή κι αν είναι αυτή, ακόμα κι αν μεταφράζεται ως μια ακόμη μέρα ζωής. Εν προκειμένω, η σκιαγράφηση της μητέρας ως πάλαι ποτέ πολιτικής ακτιβίστριας που δεν μπορεί να ακολουθήσει το όνειρό της και να γίνει γιατρός (όπως είναι ο σύζυγός της), εξαιτίας των πρότερων πολιτικών της πεποιθήσεων, αποτελεί κομμάτι ενός κοινωνικού υποβάθρου, που φέρνει την ηρωίδα για πρώτη φορά σε θέση να διεκδικήσει ένα καλύτερο παρόν: το δικό της και του παιδιού της.

Σκηνοθετικά το φιλμ εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά τον περιορισμένο χώρο του διαμερίσματος, χτίζοντας βήμα-βήμα ένα σασπένς που πηγάζει περισσότερο από τις εξαιρετικές ερμηνείες των δυο ηθοποιών, παρά από την καλλιτεχνική επιλογή των κάδρων, του φωτισμού και του γενικότερου σκηνογραφικού στησίματος. Ο Ανβαρί δεν φέρνει συχνά μέσα στα πλάνα του την έκρυθμη και επικίνδυνη καθημερινότητα του πολέμου που μαίνεται εκτός του σπιτιού (και της οθόνης), και όταν το κάνει, μοιάζει περισσότερο με σεναριακή μανιέρα που θέλει να ωθήσει την πλοκή λιγάκι παραπέρα. Για τον λόγο αυτό, το «Στη Σκιά του Φόβου» στερείται της κινηματογραφικής ομορφιάς και ματιάς των ταινιών του Γκιγέρμο ντελ Τόρο, για παράδειγμα, ο οποίος καθιστά τον τρόμο τού πολέμου κάτι το χειροπιαστό, μια χαίνουσα πληγή που αφήνει σημάδια στις ψυχές των πιο αθώων της θυμάτων, των παιδιών.

Το ντεμπούτο του Μπαμπάκ Ανβαρί είναι μια ταινία που αμφιταλαντεύεται μεταξύ τρόμου και δράματος, μιλώντας με γλώσσα αλληγορική για όλα εκείνα που εκπροσωπεί και που καταγγέλλει – με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο – ο σύγχρονος κινηματογράφος τού Ιράν. Το αποτέλεσμα δεν πετυχαίνει πάντα, και σίγουρα υπάρχουν φορές που η σκηνοθετική προσέγγιση εκβιάζει την πολυπόθητη «δεύτερη» ανάγνωση των πραγμάτων, καθιστώντας υπερβολικά σαφή τον σκοπό τού Ανβαρί πίσω από αυτό το αστικό παραμύθι φαντασμάτων. Αν κάποιος ξεπεράσει το γεγονός πως αυτό το φιλμ προσπαθεί να χειραγωγήσει τη ματιά λίγο περισσότερο απ’ ό,τι ίσως θα έπρεπε, τότε θα είναι σε θέση να απολαύσει τον θριλερικό απόηχο της επιτακτικής εξάλειψης της «σκιάς» του φόβου πάνω από τα κεφάλια της νέας γενιάς.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Σχολής «Babadook: Οι Σελίδες του Τρόμου» τούτο το ταινιάκι, που ακολουθεί την ίδια λογική με την «άλλα δείχνω και άλλα εννοώ» συνθήκη του ντεμπούτου της Αυστραλέζας Τζένιφερ Κεντ, με τη διαφορά πως ο τρόμος εδώ «χρωματίζεται» από τις κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις της εποχής και όχι από μια βαθύτερη, πιο εσωτερική και ανώτερα σκοτεινή ύπαρξη, όπως συνέβαινε σε εκείνο. Δεν θα απογοητευτείς από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις καλές τρομο-στιγμές, ίσως όμως διαπιστώσεις πως αυτή η «Σκιά» δεν είναι αυτό ακριβώς που υπόσχεται. Οι ορκισμένοι fans του είδους δεν θα βρουν κάτι παραπάνω από ένα Β-movie με ethnic «χρώμα».


MORE REVIEWS

Ο ΚΑΣΚΑΝΤΕΡ

Κασκαντέρ που «εξαφανίστηκε» από τον χώρο μετά από ατύχημα σε γύρισμα, επιστρέφει στα κινηματογραφικά sets με την ελπίδα να ξανακερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του οπερατέρ, η οποία κάνει ποδαρικό ως σκηνοθέτις με sci-fi περιπέτεια στην Αυστραλία. Η παραγωγός του φιλμ, όμως, τον χρειάζεται για κάτι πιο σημαντικό: πρέπει να εντοπίσει τον πρωταγωνιστή που εκείνος αντικαθιστούσε πάντοτε και έχει χαθεί μυστηριωδώς.

ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο Καλέμπ, νεαρός κάτοικος του ελαφρώς γκετοποιημένου κτηριακού συγκροτήματος Les Arenes de Picasso, λίγο έξω από το Παρίσι, με αδυναμία στο να συλλέγει εξωτικά έντομα, φέρνει στο διαμέρισμά του μια σπάνια αράχνη άκρως επικίνδυνη και δηλητηριώδη, η οποία αναπαράγεται με απίστευτη ευκολία και ταχύτητα. Επίσης, τα τέκνα της… μεγαλώνουν αφύσικα!

ΓΚΑΡΦΙΛΝΤ: ΓΑΤΟΣ ΜΕ ΠΕΤΑΛΑ

Ο Γκάρφιλντ θυμάται τα παιδικά του χρόνια, όταν μια βροχερή νύχτα έχασε τον αλητόγατο μπαμπά του, Βικ, και η μυρωδιά μιας πιτσαρίας τον οδήγησε στην αγκαλιά του μοναχικού Τζον κι ενός παντοτινού σπιτικού, μέχρι να προστεθεί στην παρέα τους και ο αγαθός σκύλος Όντι. Η κανονικότητα των δύο τετράποδων θ’ ανατραπεί όταν πέσουν θύματα απαγωγής και αναγκαστούν να γίνουν πιόνια μιας παράτολμης ληστείας με… δεσμούς από το παρελθόν!

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;