ΝΟΣΤΑΛΓΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ (2010)
(NOSTALGIA DE LA LUZ)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πατρίσιο Γκουσμάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Έρημος Ατακάμα. Αστρονόμοι αναζητούν ουράνια σώματα που απλώνονται στο αχανές του σύμπαντος, σε αντιπαράθεση με ομάδες γυναικών που ψάχνουν κάτω από το έδαφος για τα λείψανα αγνοουμένων συγγενών τους από την περίοδο της στρατιωτικής χούντας στη Χιλή.
Αρχικά, δεν με βρίσκει σύμφωνο η ιδέα της «αρπαχτής» από την κινηματογραφική διανομή. Επειδή το περσινό «Μαργαριταρένιο Κουμπί» του Πατρίσιο Γκουσμάν είχε μια ικανοποιητική εισπρακτική καριέρα, ας κάνουμε μια… «ανασκαφή» κι ας φέρουμε κι εκείνο το ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει ο ίδιος σκηνοθέτης το… 2010! Δηλαδή, τότε δεν μας άρεσε, τώρα το αγαπήσαμε (μη σου πω ότι «το πήραμε και πιο φτηνά»); Ωραία τακτική.
Για το ίδιο το φιλμ, έχω άλλου είδους αντιρρήσεις. Αφηγηματικές. Το «Νοσταλγώντας το Φως» επιχειρεί να τεκμηριώσει μια σύλληψη που αγγίζει τα όρια της «ποιητικής αδείας», χωρίς να γίνεται ποτέ συναρπαστικό σινεμά. Και, παρά το βάρος της ιστορικής μνήμης που κρύβει στο εσωτερικό του, σπάνια καταφέρνει και να συγκινεί. Μάλλον γιατί το «εύρημα» της θεματικής, που (λίγο μάταια) επιχειρεί να ενώσει τη μοίρα του αστρικού σύμπαντος με την άγνωστη κατάληξη της ανθρώπινης ύπαρξης στη χώρα προέλευσης του δημιουργού, παραμένει πάντα ψυχρό (βλέπε επιστημονικός λόγος), ασαφές (όσο ο χρόνος και το διάστημα) και σπάνια ισορροπημένο (μεταξύ αστρονομίας και… δικτατορίας!).
Ο Γκουσμάν «πάσχει» από το κλασικό σαράκι των τραυμάτων που κουβαλάει κανείς μέσα του, εξαιτίας του τόπου καταγωγής του. Η στρατιωτική δικτατορία του Πινοτσέ είναι ένα άσβεστο μαράζι που, σχεδόν υποχρεωτικά, πρέπει να λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος μιας ιδέας σχεδόν σουρεαλιστικής, η οποία καταπιάνεται με την προϊστορία του εδάφους, τα layers της ζωής, το πέρασμα (και το χάσιμο) του ανθρώπινου πολιτισμού μέσα από τη μνήμη και τον χρόνο, για να καταλήξει εκεί ψηλά, στις άγνωστες προοπτικές των ουράνιων σωμάτων. Ο σεναριακός «σκελετός» της αφήγησης off συχνά καταφεύγει σε έναν λόγο ποιητικό, που συναντά ασύνδετες εικόνες και σκέψεις, οι οποίες τουλάχιστον καταλήγουν στο πονετικό παρελθόν της χιλιανής τραγωδίας που διήρκεσε από το 1973 έως το 1990. Εκεί υπάρχει μια συνέπεια.
Το πρώτο μισό του φιλμ δειλά-δειλά εισάγει αυτά τα δεδομένα, τις φιγούρες των γυναικών – συγγενών που αναζητούν οποιοδήποτε ίχνος λειψάνων στο αχανές τοπίο της ερήμου, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος σε αστρονομικές αναζητήσεις και θεωρίες περί της σημασίας του παρόντος και του χρονικού πλαισίου στο οποίο βιώνουμε ένα εντελώς φευγαλέο «τώρα». Οι φιλοδοξίες του Γκουσμάν είναι ιδιαίτερα υψηλές, όμως το αποτέλεσμα περνά απότομα από το σχετικά αφηρημένο στο σαφώς πολιτικό, φτάνοντας να «εκβιάζει» και το συναίσθημα, με απεικονίσεις νεκρών αγνοουμένων ή και συνεντεύξεις οικογενειακών μελών, όπως η κοπέλα που μεγάλωσε με τον παππού και τη γιαγιά της, ελπίζοντας να μην βιώσουν τα παιδιά της ένα αντίστοιχο (χωρίς γονείς) τραύμα.
Δεν μπορώ να αδικήσω τους θεατές που ενδεχομένως θα παρασυρθούν από τούτο το θέαμα (ή τις «ετοιμοπαράδοτες» κριτικές διθυράμβων). Προσωπικά, ένας συρφετός από όμορφες εικόνες (κάτι σαν τον Τέρενς Μάλικ «του πτωχού», εδώ που τα λέμε), ολίγη από επιστημονική… ασάφεια, μερίδα ντοκουμέντων ιστορικών και απαγγελία τσιτάτων («Όσοι έχουν αναμνήσεις είναι σε θέση να ζήσουν στο εύθραυστο παρόν. Εκείνοι που δεν έχουν, δεν ζουν πουθενά.»), δεν είναι αυτό που αναζητώ να βρω σε ένα ντοκιμαντέρ. Δεν ένιωσα. Απλά.