FreeCinema

Follow us
16.1114:00

Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Και ράβε και… ξήλωνε!


Το 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης αποτελεί παρελθόν, υπό τη σκιά της πανδημίας που φέτος νέκρωσε την πόλη. Τα πάντα online, η ατμόσφαιρα πλήρως απούσα. Ανάμεσα στις ελληνικές συμμετοχές, όμως, υπήρξε μία κάποια αισιοδοξία. (Και) ταινίες που βλέπονται! Όχι πάντα, βέβαια…

Ειλικρινά, δεν έχω να κάνω παρατηρήσεις για τη φετινή διοργάνωση. Την παρακολούθησα σε ένα πλαίσιο… «home entertainment». Τι να πω; Τι να πούμε όλοι μας… Περαστικά και του χρόνου… από κοντά! Από το πρόγραμμα του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προτίμησα να εστιάσω (λόγω μεγαλύτερης περιέργειας) στην εγχώρια παραγωγή μιας χρονιάς τόσο δύσκολης και άνευ προηγουμένου περίεργης, που σιγά-σιγά αφήνουμε πίσω μας δίχως το δικαίωμα ή την άνεση να βλέπουμε ταινίες σε κινηματογραφικές αίθουσες. Υπήρξαν καλές ελληνικές ταινίες, υπήρξαν νέα και ελπιδοφόρα ονόματα, υπήρξε μία κάποια αναμενόμενη πλήξη, υπήρξαν και οι δυνατές αστοχίες. Πάμε να δούμε ποια ήταν τα τελευταία μου «screenings», λοιπόν.

Η «Πράσινη Θάλασσα» της Αγγελικής Αντωνίου είναι εμπνευσμένη από το βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου «Για να Δει τη Θάλασσα» και έχει για ηρωίδα την Άννα, μια γυναίκα που βολοδέρνει αφηρημένα στην πόλη. Αιτία, όπως αποκαλύπτεται σταδιακά, η απώλεια της μνήμης της. Θα καταλήξει σ’ ένα ρημαδιό παραθαλάσσιας ταβέρνας, που τη μέρα γίνεται το καταφύγιο μιας παρέας λιμενεργατών. Θα παραστήσει τη μαγείρισσα, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, παραιτημένος από τη ζωή (κυρίως) εξαιτίας χαμού παλιού γκόμενου, θα την τεστάρει και μέρα με τη μέρα η ταβερνούλα θ’ αρχίσει να ζωντανεύει με μυρωδιές αληθινού φαγητού. Θα γίνουν αυτές οι γεύσεις ο οδηγός της Άννας, ώστε να ξυπνήσει η μνήμη της και να μπορέσει να ξαναβρεί την ταυτότητά της; Αν και ξεκινά με ελπίδες, το έργο της Αντωνίου καταλήγει… άγευστο. Διχασμένο ανάμεσα σε (λανθάνουσες) προθέσεις να μοιάσει με ένα λαϊκό δράμα με γυναικείο target group και κάτι το σοβαρότερο υπαρξιακά, απηχεί της προσέγγισης αληθινού συναισθήματος και παρασύρεται σε στερεότυπα και σκηνοθετική αμηχανία που ταυτίζεται με το ελληνικό σινεμά προηγούμενων δεκαετιών. Η ιστορία απαιτούσε ένα «μαγικό» άγγιγμα, «μπαχαρικά» συντελεστών που εδώ δεν δείχνουν να εναρμονίζονται σε κάτι κοινό καλλιτεχνικά, πόσω μάλλον… ψυχαγωγικά. Σοβαρό το πρόβλημα της ερμηνείας της Αγγελικής Παπούλια, στην οποία στηρίζεται το μισό έργο, αλλά η ηθοποιός δεν έχει συλλάβει το ρόλο της (ή δεν έχει καθοδηγηθεί, πιο σωστά…) ώστε να μετατρέψει την ηρωίδα σε μια γυναίκα που θα σε κάνει να νοιαστείς ή να ταυτιστείς μαζί της. Στο ένα τρίτο της ταινίας υιοθετεί μια σιωπηλή μούτα «ζαβού», κατόπιν θυμίζει αφελή επαρχιωτοπούλα και… δεν θα συνεχίσω προς αποφυγήν spoiler. Αν ήταν πιάτο, θα το επέστρεφα στον chef.

Μετά το «Luton» (2013), ο Μιχάλης Κωνσταντάτος επιστρέφει με τα «Μικρά Όμορφα Άλογα», δείχνοντας μία σχεδόν εμμονική προσήλωση προς ένα «δικό του» φιλμικό genre, το «ταξικό δραμαθρίλερ». Η Αλίκη και ο Πέτρος, θύματα της οικονομικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας, έχουν αλλάξει ζωή κι έχουν «φυγαδευτεί» εκτός Αθηνών, για να μη φανερώσουν στον κύκλο τους την ήττα που βιώνουν, σε ένα ποταπά κοινό διαμερισματάκι, μ’ εκείνον να βγάζει ένα κάποιο χαρτζιλίκι ως φροντιστής εξοχικής βίλας. Η τελευταία μετατρέπεται σιγά-σιγά σε δεύτερη κατοικία τους, ένα είδος μεγαλοαστικής «ονείρωξης», που θα τους μπλέξει σε επικίνδυνα μονοπάτια (σχεδόν) εγκληματικής φύσης. Σίγουρα όχι το φιάσκο που είχαμε ζήσει με το (κάπου συγγενές) «Love Me Not» του Αλέξανδρου Αβρανά, σωστό σαν παραγωγή, αλλά με άγρια σεναριακά κενά και απουσία κορύφωσης ή φινάλε, το «Μικρά Όμορφα Άλογα» επισημαίνει, πλέον, την ανάγκη του Κωνσταντάτου να στραφεί σε βοήθεια όσον αφορά τη συγγραφή ενός κινηματογραφικού σεναρίου. Διότι αδικεί τον εαυτό του ως σκηνοθέτη. Και είναι κρίμα να συνεχίζει έτσι…

Κι εκεί που η απογοήτευση μου βάραινε τη διάθεση, μόλις χθες, τελευταία μέρα του φετινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έρχεται η ώρα να πατήσω το play στον «Ράφτη», σκηνοθετικό ντεμπούτο μεγάλου μήκους για την Σόνια Λίζα Κέντερμαν. Ανακούφιση από τα πρώτα λεπτά! Και χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο για σχεδόν ολόκληρη τη διάρκεια του φιλμ! Ο πενηντάρης γιος παραδοσιακού ραφτάδικου στο κέντρο της Αθήνας, αντιμετωπίζει ξαφνικά την πραγματικότητα. Με πατέρα στο νοσοκομείο και την τράπεζα έτοιμη να κάνει κατάσχεση, σκαρφίζεται να γίνει… πλανόδιος ράφτης, στήνει μία μικρογραφία του μαγαζιού σε ρόδες (με άκρως ευφάνταστο τρόπο) και παλεύει να επιζήσει εκεί έξω, πάντα ευγενικότατος (σαν από άλλη εποχή) και κουστουμαρισμένος στην τρίχα. Τι ωραίο και πρωτότυπο σενάριο! Τι χαρά, να βλέπεις μια κανονική ταινία, στην οποία φαίνεται η φροντίδα και μια διάθεση που λες και συνεπήρε τους συντελεστές της εξαιτίας της καλής βάσης του έργου! Δεν πρόκειται περί απίστευτης «αποκάλυψης» και δεν θέλω να φαντάζουν τόσο υπερβολικά τα σχόλιά μου ώστε να δημιουργήσουν εξωφρενικές προσδοκίες στο κοινό όταν η ταινία φτάσει στις κινηματογραφικές αίθουσες (που το αξίζει), όμως η Κέντερμαν έχει καταφέρει κάτι που ξεφεύγει του στενού πλαισίου της ελληνικής παραγωγής κι έχει φτιάξει ένα φιλμ ικανό να καταναλωθεί ευχάριστα (τουλάχιστον) από την ευρωπαϊκή αγορά. Σοβαρά υπολογίσιμο κομμάτι της όλης επιτυχίας, ο Δημήτρης Ήμελλος πλάθει εξαιρετικά τη φιγούρα του κεντρικού ήρωα, στην πιο λαμπερή στιγμή της φιλμογραφίας του. Μου έλειψε ένας κάποιος τόνος υπερβολής και μεγαλύτερης φαντασίας οπτικά (στο στυλ του Ζαν-Πιερ Ζενέ, θα έλεγα, καθώς σκέφτομαι τις σκηνές του ράφτη στο πίσω μέρος του μαγαζιού), αλλά για πρώτη δουλειά οφείλω να πω ότι εξεπλάγην. Ευχάριστα.

Ανακεφαλαιώνοντας, από τα ελληνικά φιλμ που παρακολούθησα στο… online 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κρατήστε τους τίτλους «Πρόστιμο», «Kala Azar» και «Ράφτης». Το καθένα για εντελώς διαφορετικούς λόγους.