LUTON (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μιχάλης Κωνσταντάτος
- ΚΑΣΤ: Νικόλας Βλαχάκης, Ελευθερία Κόμη, Χρήστος Σαπουντζής
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ένας μαθητής λυκείου από μεγαλοαστική οικογένεια, με γονείς σε διάσταση. Μια ασκούμενη δικηγόρος στα 30, μάλλον ταπεινωμένη στον τομέα σχέσεις. Κι ένας μεροκαματιάρης οικογενειάρχης, ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου. Πώς και με ποιον κοινό στόχο μπορούν να ενωθούν οι ζωές αυτών των τριών, ολοκληρωτικά αταίριαστων χαρακτήρων;
Η λέξη «κρίση» δεν ακούγεται στην ταινία του Μιχάλη Κωνσταντάτου. Όπως δεν ακούγονται και πολλές άλλες, ίσως. Καθημερινές. Κοινές. Επαναλαμβανόμενες. Το «Luton», όμως, καταφέρνει να μιλήσει για το θηρίο αυτών των ημερών, που αναπνέει ανάμεσά μας δίχως ακραία μέτωπα προς τ’ αριστερά ή τα δεξιά, δίχως πολιτικές ταμπέλες και στερεότυπα κοινωνικών ρόλων (έστω κι αν πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτά τα τρία δείγματα… ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος, για να σε κάνει να αναζητήσεις κάποιο σημείο ταύτισης, να αναγνωρίσεις κάτι από τον γύρω κόσμο). Δεν το αποδεχόμαστε όλοι, ακόμη. Γιατί το θηρίο είσαι εσύ, εγώ, ο διπλανός σου, ο κάθε ένας από εμάς. Οι υπεράνω υποψίας, οι «κανονικοί» εμείς.
Το φιλμ παρακολουθεί τις βαρετές μέρες τους, παράλληλα, δίχως να τέμνονται κάπου, σε μακρόσυρτα πλάνα που, οριακά, γεννάνε το σασπένς, την προσμονή για κάτι που ίσως συμβεί, ένα γεγονός που θα εκτροχιάσει το συνηθισμένο με τρόπο που δε φανταζόμαστε. Κάποιοι θα «κλοτσήσουν» με τούτη τη μη οικονομία στη διάρκεια μονοπλάνων ή σεκάνς που αψηφούν το χρόνο, άλλοι θα κατανοήσουν τον υποβόσκοντα ρόλο της επιλογής στο ύφος. Η έκρηξη του «Luton» θα αποζημιώσει τους δεύτερους.
Όσο κι αν προσπαθήσω ν’ αποφύγω τα spoilers γύρω από την ανάπτυξη της «πλοκής», κάποιες από τις φιλμικές αναφορές που θα ακολουθήσουν ενδεχομένως να υποψιάσουν κάποιους αναγνώστες, κοινώς, συνεχίζεις με δική σου ευθύνη.
Το φιλμ αποκαλύπτει τις τρομακτικές του διαστάσεις, όταν οι τρεις ήρωές του εκτονώνουν το πραγματικό τους εγώ, με τρόπους που φέρνουν στο νου από τα δικά μας «Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» (χωρίς την καταραμένη επίστρωση του cult, όπως το έφερε στην Ελλάδα μόνο ο Νικολαΐδης) μέχρι το κιουμπρικό «Κουρδιστό Πορτοκάλι» (προ… αποτοξίνωσης από τη βία)! Το εύρημα του Κωνσταντάτου πέφτει πάνω σε ένα πολύ ενδιαφέρον timing για τη σημερινή κοινωνία και τον – κυρίως κρυφό – σαδισμό της, όμως, η αδυναμία του να το ενσωματώσει θεμελιωμένα και σωστά συνδεδεμένο με τους χαρακτήρες ή και να μας πείσει για το πώς διάολο κατέληξαν μαζί αυτοί οι τρεις άνθρωποι, φανερώνει το τυπικό πρόβλημα των Ελλήνων σκηνοθετών με το σενάριο, που, λυπούμαι, δεν μπορεί να είναι τόσο… επιλεκτικά ελλειπτικό.
Ανά στιγμές, θα αισθανθείς τις συγγένειες με την προβληματική του σινεμά του Χάνεκε (ή τη νοσηρότητα των αυστριακών παραγωγών, γενικότερα), θα συμφωνήσεις με τα καδραρίσματα, την αρχική στατικότητα, τη σχεδόν κλινικά απο-χρωματισμένη φωτογραφία και την όλη στάση του Κωνσταντάτου, που έχει τη δική του, διαφορετική γλώσσα μέσα σε αυτό το «νέο» πλαίσιο του αποκαλούμενου «weird», το οποίο σχεδόν μαστίζει την πλειοψηφία της εγχώριας παραγωγής σήμερα. Για ένα κινηματογραφικό ντεμπούτο, το «Luton» μας δηλώνει, επισημαίνει και αφήνει τις σχετικά καλές συστάσεις ενός νέου δημιουργού. Είναι νωρίς για να μιλήσουμε για κάτι περισσότερο. Θα το ελπίζουμε, όμως. Αρκεί ο Κωνσταντάτος να γεφυρώσει τις σχέσεις του με ένα πιο καλά δομημένο σενάριο, που δε θα… σνομπάρει τόσο στη δεύτερη ταινία του. Όσο για τις διαπιστώσεις της ίδιας της ταινίας και του ουσιαστικού της περιεχομένου, ας κλειδώνουμε καλά τις πόρτες μας τις νύχτες. Κι αν δεν καταφέρουμε να γλιτώσουμε από εμάς τους ίδιους, ήτανε μοιραίο. Κι αναπόφευκτο.