«TRUE DETECTIVE»: ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ TV.
Δεν είναι μυστικό: το «True Detective» σαρώνει. Η μανία της παρακολούθησής του, εξαπλώνεται σαν επιδημία. Συγκεντρώνει σωρεία διθυραμβικών κριτικών, τηλεορασάκηδες και μη δηλώνουν εκστασιασμένοι στα social media, κινηματογραφόφιλοι το συγκρίνουν με σινεμά της καλύτερης ποιότητας. Δικαιολογημένα; Σε μεγάλο βαθμό ναι, κατά τη γνώμη μας. Τι είναι, όμως, αυτό που προσδίδει στη σειρά του HBO την πολυσυζητημένη αξία της;
Στη σκηνοθετική καρέκλα βρίσκεται ο Κάρι Φουκουνάγκα, σχετικά γνωστός από την «Τζέιν Έιρ» του 2011. Από το πρώτο επεισόδιο δίνει έναν τόνο βαρύ, πένθιμο, αργόσυρτο, που ταιριάζει γάντι στο σκοτεινό, λογοτεχνικής ποιότητας, κείμενο του βραβευμένου συγγραφέα Νικ Πιτζολάτο. Το στόρι, με μια πρώτη ματιά, συνηθισμένο: δυο αταίριαστοι μπάτσοι βρίσκονται στο κατόπι διεστραμμένου κατά συρροή δολοφόνου που σφάζει τελετουργικά τα θύματά του, εν είδει αναπαραστατικής σπονδής στο σαλεμένο φαντασιακό του. Μόνο που η ιστορία εξελίσσεται σε δύο χρονικά επίπεδα, παράλληλα. Παρακολουθούμε το κυνήγι τού μυστικιστή φονιά στα 1995, οπότε και οι δυο ντετέκτιβ ξεκινούν να συνεργάζονται, και ταυτόχρονα τις καταθέσεις τους, 17 χρόνια αργότερα, απέναντι σε δυο αστυνομικούς των Εσωτερικών Υποθέσεων που έχουν ξανανοίξει το φάκελο της υπόθεσης. Προφανώς κάτι πήγε στραβά, υπήρξαν λάθη, παραλείψεις, ό,τι κι αν συνέβη δε μας το λένε ξεκάθαρα (στα πρώτα επεισόδια, τουλάχιστον). Θα το ανακαλύψουμε στην πορεία. Με τις καταθέσεις να τραβάνε σε μάκρος, οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται, τα κίνητρα φωτίζονται, οι πράξεις αναλύονται. Ο καθένας ξεχωριστά, ο πεσιμιστής, μονήρης φιλόσοφος του ΜακΚόναχεϊ κι ο ατίθασος, «μπερμπάντης» οικογενειάρχης του Χάρελσον, θα συμπληρώσουν, κομμάτι-κομμάτι, το ψηφιδωτό της πλοκής.
Τους παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα, νέους, στην ακμή των δυνάμεών τους, να βυθίζονται στην υπόθεση, ξεδιαλέγοντας στοιχεία, βγάζοντας συμπεράσματα, ακολουθώντας ίχνη, κι ύστερα ώριμους, με τη φθορά του χρόνου ευδιάκριτη πάνω στα πρόσωπα, τα βλέμματα, τις λέξεις, να ανασκαλεύουν το παρελθόν, ερμηνεύοντας τους εαυτούς τους σε προοπτική, κι ο ένας την ιδιοσυγκρασία τού άλλου. Ο Φουκουνάγκα δεν αφήνει στιγμή να πάει χαμένη. Όλες, ακόμα και η πιο ασήμαντη φαινομενικά, αφήνονται να «ανθίσουν» μπροστά στα μάτια μας, αποκαλύπτοντας την ιδιαίτερη σημασία τους. Είτε πρόκειται για την εξέλιξη της υπόθεσης πίσω στα 1995, είτε για τους εύγλωττους μονολόγους του παρόντος (που ειδικά στην περίπτωση του ΜακΚόναχεϊ αποκτούν μια αύρα σαιξπηρικής μεγαλοστομίας), και οι δυο αφηγήσεις, καθεμιά με τον τρόπο της, πάλλονται από επείγουσα ενέργεια. Στα μεσοδιαστήματα, κι όταν η ένταση μειώνεται, οι ψυχές αναπνέουν ελάχιστα, ανοίγουν μια χαραμάδα, όσο χρειάζεται για να ρίξουμε κλεφτές ματιές στο εσωτερικό τους, κι ύστερα ξανακλείνουν γρήγορα. Δε θα προλάβουμε να δούμε πολλά. Η ειλικρίνεια κι ο αυθορμητισμός του Χάρελσον είναι μια απατηλή επιφάνεια, τόσο λίγο ευκρινής όσο κι η παγερή ερμητικότητα του ΜακΚόναχεϊ που ραγίζει μόνο στιγμιαία για να αφήσει την κατάμαυρη κοσμοθεωρία του να δραπετεύσει. Πίσω από τις λέξεις (που κυριαρχούν), οι αληθινοί άνθρωποι λουφάζουν ανεξιχνίαστοι.
Εδώ κρύβονται πολύπλοκα, δυσοίωνα πράγματα, πολύ καλά σκεπασμένα από στρώματα έκφρασης και ο λόγος τού Πιτζολάτο, μ’ όλη του την πυκνότητα, τ’ αφήνει μονάχα να υπονοούνται. Άλλος ένας έντεχνος αντιπερισπασμός τού «True Detective». Πίσω από το αστυνομικό μυστήριο, βρίσκεται μια ενδελεχής σπουδή χαρακτήρων και πέρα από τη λύση τής υπόθεσης, αυτή είναι βασικά που ενδιαφέρει. Σε κάθε επεισόδιο, μια «φλούδα» αφαιρείται, μέχρι να σταθούν γυμνοί απέναντί μας οι άνθρωποι που αφιερώνουν τις ζωές τους στην παρατήρηση του Θανάτου και των μυριάδων εκφάνσεών του. Από ‘κει και μετά, δε μένει παρά να διαπιστώσουμε τους τρόπους με τους οποίους αυτή η μακάβρια διαδικασία επηρεάζει, διαστρέφει, σχηματίζει αντιλήψεις και νοοτροπίες. Ο χαρακτήρας του Χάρελσον, ακόμα κι αν μας δίνεται πιο προσηλωμένος σε οικουμενικές αντιλήψεις και καθαρές ιδέες, δεν μπορεί να μένει αλώβητος και η συστηματική μέθοδος με την οποία προσπαθεί να διατηρήσει μια «φυσιολογική» οικογενειακή ζωή τού γυρνάει boomerang. Η άβυσσος κοιτάζει μέσα του ακόμα κι αν ο ίδιος δεν το συνειδητοποιεί. Θα επιστρατεύσει λύσεις, υποτίθεται ανώδυνες, οι οποίες θα έχουν ωστόσο τον ιδιαίτερο αντίκτυπό τους στο παραδοσιακό μοντέλο ύπαρξης που υπηρετεί. Αντίθετα, ο χαρακτήρας του ΜακΚόναχεϊ, με μια δραματική επίγνωση που ξεχειλίζει κάθε φορά που αναπτύσσει τις σκέψεις του, βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια τού ανθρώπινου είδους – που είναι η ματαιότητα και το παράλογο.
Είναι σημαντικό να καταλάβει κανείς πως η «δράση» στο «True Detective» είναι, κατ’ ουσία, λεκτική (εντυπωσιακή εξαίρεση το φινάλε τού τέταρτου επεισοδίου, «Who Goes There», όπου με απαράμιλλη δεξιοτεχνία ο Φουκουνάγκα κλιμακώνει την εξέλιξη σ’ ένα τρομερά αγωνιώδες μονοπλάνο που έχει ήδη γράψει τηλεοπτική ιστορία). Το κουβάρι τής πλοκής ξετυλίγεται αργά, οι έρευνες δίνουν κάθε φορά λίγα στοιχεία. Είπαμε, πρόκειται για σπουδή χαρακτήρων. Ανθρώπων που έχουν φτάσει στα όριά τους και εκεί που μια αμιγώς κινηματογραφική αφήγηση θα αρκούνταν στο να υποβάλει ή να θίξει έμμεσα, η πένα του Πιτζολάτο εμμένει στην επεξήγηση και την ανάλυση. Ας μην ξεχνάμε ότι παρά την κινηματογραφική ατμόσφαιρα, το «True Detective» είναι – έστω υψηλής ποιότητας – τηλεόραση και το τηλεοπτικό κοινό προτιμά την τροφή του ολίγον μασημένη. Υπό αυτή την έννοια, το στήσιμο είναι περισσότερο «θεατρικό». Οι μονόλογοι του ΜακΚόναχεϊ, υπερβολικά πομπώδεις συχνά, αφήνουν την αίσθηση μιας προφορικής φιλοσοφικής επιτομής για αρχάριους που θα ήθελε να συμπεριλάβει το Νίτσε, το Σοπενχάουερ, τον Καμί και άλλους στοχαστές του ιρασιοναλισμού, σε απλοποιημένη μορφή και με τα πιο, ας πούμε, «ευκολοχώνευτα» σημεία της φιλοσοφίας τους να κυριαρχούν. Όλα διατυπώνονται, όλα είναι ρητά κι αυτό, όσο κι αν γοητεύει τους εραστές του μυθιστορηματικού λόγου, ίσως να ξενίζει τους οπαδούς της ποιητικής υπαινικτικότητας που δεν τα θέλουν όλα «στο πιάτο». Ο Πιτζολάτο παρά ταύτα κάνει εξαιρετική δουλειά και, εν πάση περιπτώσει, όταν ένα τηλεοπτικό προϊόν εμπνέεται από τη νιτσεϊκή αιώνια επιστροφή, τον Ηράκλειτο και την οντολογία του Παρμενίδη, την ψυχανάλυση και τον μοντέρνο αθεϊσμό, ο πήχης της ποιότητας δεν μπορεί παρά να βρίσκεται ψηλά. Άλλωστε, υπάρχει και ένα, ακόμα σημαντικότερο, στοιχείο που γλιτώνει το τελικό αποτέλεσμα από τον αυτάρεσκο βερμπαλισμό. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τις έξοχες ερμηνείες, προεξάρχοντος του ΜακΚόναχεϊ που κανένα hype δεν μπορεί να σε προετοιμάσει γι’ αυτό που έχει πετύχει εδώ.
Η υποκριτική δεινότητα του – προ ολίγων ημερών βραβευμένου με Όσκαρ – Τεξανού δεν εξαντλείται στον υπέροχα πειστικό τρόπο με τον οποίο ξεστομίζει την κάθε λέξη. Η στάση τού σώματος, το βλέμμα, οι συσπάσεις τού προσώπου, όλα συνεισφέρουν. Έχουμε να κάνουμε με μια, άνευ προηγουμένου, επιστράτευση όλων των εκφραστικών μέσων που διαθέτει ένας ηθοποιός, στην υπηρεσία της συγκρότησης ενός απίστευτα πολυσχιδούς χαρακτήρα. Ο Ραστ είναι – όπως το λέει και τ’ όνομα του – ένας «σκουριασμένος» άνθρωπος, συναισθηματικά στεγνός, κυνικός, αδιάφορος για τις κοινωνικές απαιτήσεις και την υποτιθέμενη ανάγκη της συνύπαρξης, εγκαταλειμμένος, χωρίς ψευδαισθήσεις και γι’ αυτό το λόγο μοναχικός σε σημείο ασκητισμού (το διαμέρισμά του μαρτυρά τα πάντα γι’ αυτόν). Ο ΜακΚόναχεϊ δεν τον υποδύεται απλά, μοιάζει να καταλαμβάνεται από το πνεύμα του. Το πνεύμα ενός «κούφιου ανθρώπου», κατά το ποίημα του Έλιοτ, που δεν έχει λόγο να ζει, απλώς διασκεδάζει να παρατείνει μια απελπισμένη ύπαρξη για να αποκαλύπτει το «ζαχαρωμένο» ψέμα που γλυκαίνει τις ζωές των άλλων. Το ψέμα τού σκοπού, της ευτυχίας, του συμπαντικού σχεδίου και της ιερής ατομικότητας. Μηδενιστής από πικρή εμπειρία, ο Ραστ του, θυμίζει ως σύλληψη, δεκάδες άλλους πικραμένους μπάτσους που έχουμε συναντήσει σε κινηματογράφο και τηλεόραση, παροπλισμένους από την απογοήτευση και το πένθος, οι οποίοι χάνουν την πίστη τους στον κόσμο και τους ανθρώπους, λόγω της φύσης της δουλειάς τους. Η εκτέλεση, όμως, είναι ένα εντελώς άλλο πράγμα. Γιατί ο ΜακΚόναχεϊ δεν αρκείται στο να περιφέρει αυτάρεσκα, δεξιά κι αριστερά, το ψυχικό ναυάγιο του χαρακτήρα του, σαν έμβλημα cool μισανθρωπίας για πλατειά κατανάλωση. Αντίθετα, τον επινοεί και τον ζωντανεύει σαν ένα απόκοσμο ον που έχει ξεκόψει από τα ανθρώπινα, χωρίς αυτό να τον κάνει λιγότερο λειτουργικό για ό,τι πρέπει να φέρει σε πέρας. Απλώς αλλάζοντας τρόπο θέασης του κόσμου, έχει αλλάξει και φύση. Επιβλητικός σε όλα του, αυτός είναι ένας θρίαμβος υποκριτικής που σπάνια συναντάς.
Αναγνωρίζοντάς το αυτό, οφείλεις να παραδεχτείς το Γούντι Χάρελσον, αυτόν τον τραγικά υποτιμημένο, εξαιρετικό ηθοποιό που καταφέρνει να μην εξαφανιστεί δίπλα σε μια τέτοια ερμηνεία. Ενσαρκώνοντας μια εντελώς διαφορετική προσωπικότητα, έναν γήινο μπάτσο που πατάει στο έδαφος, με συνηθισμένα ελαττώματα και αδυναμίες, στέκεται δίπλα στον αβανταδόρικο ρόλο του συμπρωταγωνιστή του επάξια. Υπάρχει μια «σκορσεζική» λύσσα, μια αλήθεια τού πεζοδρομίου στον τρόπο με τον οποίο ο Χάρελσον αποδίδει την πολυπλοκότητα του Μάρτι. Ακριβώς επειδή οι εσωτερικές του συγκρούσεις δεν του γίνονται ποτέ ξεκάθαρες ως τέτοιες, επειδή δεν έχει το θάρρος να βυθιστεί στην προσωπική του άβυσσο και να αντλήσει τους δαίμονές του, η φύση τού σπαραγμού του είναι ακόμα πιο περίπλοκη. Αντιφατικός, διττός και αποπροσανατολισμένος, ο Μάρτι τού Χάρελσον είναι το συναισθηματικό κέντρο βάρους της σειράς, ένας τραυματισμένος τύπος που πασχίζει να παραμείνει πιστός στις αρχές του. Χωρίς αυτόν να διατηρεί τις ισορροπίες ανάμεσα στα λογύδρια του Ραστ, το «True Detective» θα στερείτο ρεαλισμού, καταλήγοντας να θυμίζει ρητορική μονομαχία ανάμεσα σε εκπροσώπους του νόμου που θα είχαν περισσότερα κοινά με τον… Άμλετ παρά με τον επιθεωρητή Κάλαχαν, ας πούμε.
Έστω κι έτσι, όμως, και παρά τις χιουμοριστικές ανάσες που οφείλονται στον χαρακτήρα τού Μάρτι, η αδιαπραγμάτευτη απόρριψη κάθε έννοιας ελαφρότητας ή αισιοδοξίας, είναι που δίνει το στίγμα τής σειράς. Ίσως κι ο λόγος για τον οποίο αρέσει τόσο πολύ να βρίσκεται εκεί. Σε εποχές παγκόσμιας αστάθειας και συλλογικού άγχους για το μέλλον, η μια μετά την άλλη οι ανθρώπινες βεβαιότητες καταρρέουν. Κι ίσως τότε να προτιμάμε τους ήρωές μας «κατσούφηδες», καταραμένους και λίγο πιο ωμά ειλικρινείς. Υπάρχει ένα είδος μαζοχιστικής απόλαυσης στο ξύσιμο της πληγής. Και τόσο η βαριά, ψυχοπλακωτική ατμόσφαιρα του «True Detective», όσο και οι μηδενιστικές διαπιστώσεις τού Ραστ για το ανώφελο κάθε ανθρώπινης προσπάθειας σ’ ένα γίγνεσθαι προαιώνια αδιάφορο για την εφήμερη, ενοχλητική παρουσία μας, άπτονται αυτής της καθοριστικής παραδοχής: ότι καμιά φορά, η επίγνωση της μικρότητάς σου μπορεί να λειτουργεί ανακουφιστικά, λυτρωτικά, ακόμα και απελευθερωτικά. Από εκεί προκύπτει και το φοβερό γόητρο ενός βλοσυρού, τηλεοπτικού κομψοτεχνήματος που συνεχίζει την παράδοση σημαντικών φαταλιστικών αστυνομικών θρίλερ, ξακουστών για τον τρόπο τους να διαγράφουν μονοκοντυλιά τις οπτιμιστικές ιδεοληψίες που – ως απαραίτητα ιστορικά, κατά συνθήκη ψεύδη – κατέστησαν εφικτό τον πολιτισμό. Έργα όπως το «Se7en», το «The Silence of the Lambs», το «The Pledge», το «Insomnia», το «Zodiac», που πρότειναν ως αισθητική και μοντέρνα άποψη έναν στιλάτο αμοραλισμό και κατάφεραν να σαγηνέψουν κοινό και κριτικούς.
Ουκ ολίγα τα κινηματογραφικά δάνεια στο «True Detective», κυρίως σε ό,τι αφορά τη φόρμα του, όμορφα όμως προσαρμοσμένα σ’ αυτό που θέλει ο Νικ Πιτζολάτο να δώσει. Και είναι ξεκάθαρο πως, λόγω της συγγραφικής του ιδιότητας, χρησιμοποιεί το τηλεοπτικό μέσο για να οπτικοποιήσει την πρόζα του. Χωρίς, όμως, την επιθετική υπεροψία που θα καταδίκαζε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία τής κατασκευής στην αφάνεια. Ο Λόγος εδώ είναι πρωταγωνιστής, όχι εις βάρος των προσώπων, των τοπίων, του φωτός και του σκότους αλλά συνυπάρχοντας αρμονικά μαζί τους. Στο διαρκές ανακάτωμά τους, στον μελαγχολικό στροβιλισμό που τα συνενώνει σε ένα υλικό, οφείλει κι η σειρά τη μαγεία της. Είναι βέβαιο πως θα αντέξει και πέρα από τη λύση τής αστυνομικής της ίντριγκας (που λειτουργεί ως αφορμή); Λογικά, ναι. Διαθέτει το ποιοτικό βάρος. Μένει μόνο να δούμε αν οι σημερινοί φανατικοί της θα εξακολουθούν να επιστρέφουν σ’ αυτήν, ακόμα κι όταν θα ‘χει κοπάσει η φετινή (άμεσα σχετιζόμενη και με το «Dallas Buyers Club») «ΜακΚοναχεϊ-κή» μανία.