FreeCinema

Follow us

«THE DIG»: CAN YOU DIG IT?


Ακόμα μια ταινία του Netflix που δεν κατάφερε (εάν έπρεπε ποτέ…) να κάνει κινηματογραφική πρεμιέρα στη χώρα μας, το «The Dig» διαθέτει στον πυρήνα του μία αληθινή ιστορία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, μαζί κι ένα εκλεκτό επιτελείο Άγγλων ηθοποιών. Στα χαρτιά μοιάζει με καλοπρόθετο ενήλικο δράμα περιόδου, είδος με μακρά παράδοση στο βρετανικό σινεμά. Αυτό που προκύπτει, όμως, αποδεικνύει πως και οι πλέον ιστορικές ανασκαφές (επί της οθόνης) ενέχουν τον κίνδυνο της απόλυτης αστοχίας.

Με καθαρά κινηματογραφικούς όρους, το επάγγελμα του αρχαιολόγου μάλλον δεν είναι ό,τι πιο συναρπαστικό υπάρχει. Η φύση της δουλειάς είναι τέτοια που δεν προσφέρει παρά άφθονη… αδράνεια και μία υπέρ του δέοντος προσεκτική αναμονή εν όψει κάποιας σπουδαίας ανακάλυψης. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που οι ταινίες των διάσημων αρχαιολόγων του σινεμά, από τον Ιντιάνα Τζόουνς μέχρι την Λάρα Κροφτ και από τον Χάρι Στιλ του «Μυστικού των Ίνκας» (1954) μέχρι τους πολλούς και διάφορους που αναζητούσαν τη «Μούμια» στην Αίγυπτο, αφορούν στους περιπετειώδεις κινδύνους που οι ήρωές τους αντιμετωπίζουν ενώ επιχειρούν ν’ αποκτήσουν ένα πολύτιμο αρχαίο αντικείμενο και όχι απαραιτήτως την προσπάθειά τους να το ανακαλύψουν οι ίδιοι. Τούτη η βασισμένη σε αληθινά γεγονότα ταινία του Αυστραλού σκηνοθέτη Σάιμον Στόουν (δεύτερο φιλμ της καριέρας του, έπειτα από την «Κόρη» του 2016), προτάσσει έναν εντελώς διαφορετικό και σίγουρα πιο «παραδοσιακό» τύπο αρχαιολόγου.

Γνωστός στην περιοχή της ανατολικής Αγγλίας αυτοδίδακτος σκαφτιάς – «αρχαιολόγος» ονόματι Μπέιζιλ Μπράουν (Ρέιφ Φάινς), προσλαμβάνεται το καλοκαίρι του 1939 από την πλούσια χήρα Ίντιθ Πρίτι (Κάρεϊ Μάλιγκαν), ώστε ν’ ανακαλύψει τι μπορεί να κρύβουν οι λοφίσκοι που υπάρχουν στο τεράστιο κτήμα της στο Σάτον Χου (περιοχή κοντά στο Ίπσουιτς). Αμφότεροι υποπτεύονται πως αυτά που μοιάζουν με τυχαία αναχώματα είναι στην πραγματικότητα ταφικοί τύμβοι, με τον Μπράουν να θεωρεί πως πιθανότατα ανάγονται στην εποχή των Βίκινγκ! Η πραγματικότητα διαψεύδει την αρχική του θεώρηση… προς το κατά πολύ σπουδαιότερο, αφού αυτό που κρύβουν οι λόφοι είναι ένα τεράστιας αρχαιολογικής αξίας ταφικό πλοίο από την αγγλοσαξονική εποχή του 5ου – 6ου αιώνα. Η ανακάλυψη είναι τέτοιας σημασίας που το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητο, ο Μπράουν κάπου αρχίζει να αισθάνεται παραγκωνισμένος (θεωρώντας πως η συνεισφορά του δεν αναγνωρίζεται), η δε οικοδέσποινα Ίντιθ, καθώς ταλαιπωρείται από την εύθραυστη υγεία της, δεν δύναται να είναι πάντοτε παρούσα ώστε να παίρνει τις πρέπουσες αποφάσεις.

Κατά το πρώτο του μέρος, το «The Dig» (ελληνιστί «Η Ανασκαφή») διατηρεί τη γραμμή ενός χαλαρού αισθηματικού και ταξικού δράματος με φόντο τις ανάλογες εργασίες στην αγγλική ύπαιθρο, κινούμενο εντός ενός ιστορικού πλαισίου που αναδύει αόρατο (ακόμη) φόβο, μιας και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών. Η λανθάνουσα έλξη ανάμεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες εξαρχής υπονοείται, μα το αίσθημα δεν δύναται να μετουσιωθεί σε κάτι πέραν της συμπάθειας, τόσο εξαιτίας της χαώδους διαφοράς στην ταξική τους προέλευση, όσο και στο ότι ο Μπράουν είναι παντρεμένος (η Ίντιθ, προς λύπη της, θα το αντιληφθεί κάποια στιγμή). Ο χαρακτηριστικά αργός ρυθμός αφήγησης και η εμμονή του Στόουν σε α λα Τέρενς Μάλικ καρτποσταλικά πλάνα όμορφων ηλιοβασιλεμάτων συνοδεία off διαλόγων, ουδόλως βοηθούν το εγχείρημά του, με την καθαρόαιμη αρχαιολογική πλοκή να δείχνει πως θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα ως αντικείμενο μελέτης ενός ντοκιμαντέρ του History Channel και ουχί ως βασική ιδέα για κινηματογραφική ταινία.

Εκεί, όμως, που η αστοχία γίνεται πλήρης είναι όταν, στο δεύτερο μισό του φιλμ, ο σκηνοθέτης πρωτοσυστήνει το ζεύγος αρχαιολόγων των Στιούαρτ και Πέγκι Πίγκοτ (Μπεν Τσάπλιν και Λίλι Τζέιμς, αντίστοιχα), οι οποίοι καταφθάνουν στην περιοχή των ανασκαφών από το Λονδίνο, ως μέλη της σχετικής αποστολής του Βρετανικού Μουσείου. Ο γάμος τους δείχνει να περνάει κρίση (ίσως και εξαιτίας της διαφοράς ηλικίας τους), την οποία φροντίζουν να κρύβουν… κάτω από το χαλί. Η τριβή της καθημερινής από κοινού εργασίας, αλλά και η παρουσία νεαρού φωτογράφου (Τζόνι Φλιν), εξαδέλφου της Ίντιθ, ο οποίος έλκεται από τη συνομήλική του Πέγκι, στέκουν ως οι βασικές αιτίες ανάδειξης των προβλημάτων τους στην επιφάνεια, δίχως να διαφαίνεται σημείο επιστροφής. Πρόκειται για μία… από το πουθενά ολοκληρωτική σεναριακή στροφή, που απομακρύνει την αφήγηση από το αρχικό στόρι, κάνοντας την εν λόγω (υπο)πλοκή να μοιάζει πως προέκυψε από… άλλο έργο!

Μπροστά σε μια τέτοια δραστική αλλαγή σεναριακής πλεύσης, ωχριούν όλες οι υπόλοιπες μικρές πλοκές που εμφανίζονται αραιά μα επαναληπτικά και που ουδέποτε εισέρχονται πειστικά στο βασικό στόρι, κάνοντας το φιλμ να μοιάζει (ούτως ή άλλως) με συνονθύλευμα από drafts ιδεών. Η απώλεια του πατέρα του μικρού γιου της Ίντιθ και η «προβληματική» ενηλικίωσή του σταθερά κινούνται εκτός κλίματος, τα τύμπανα του πολέμου και η σαν από επίκαιρα της εποχής εξιστόρηση του χρονικού της αναπόφευκτης νέας σύγκρουσης με την Γερμανία λειτουργεί σαν μία διαρκής (και αχρείαστη) υπενθύμιση του δεδομένου ιστορικού πλαισίου, τα δε προβλήματα υγείας της μειλίχιας και ευγενικής Ίντιθ προδιαθέτουν για μία ιατρικού τύπου συναισθηματική κορύφωση, που… δεν έρχεται ποτέ.

Τα κάποια υπαρξιακά ερωτήματα περί παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, τα οποία βασανίζουν τους κεντρικούς ήρωες (πάντα σε σχέση με τα αρχαιολογικά ευρήματα του Σάτον Χου και την παρακαταθήκη που ίσως αφήσουν στις επόμενες γενιές), τίθενται υπό ενός μεγαλεπήβολου πρίσματος αναζήτησης ιστορικής ταυτότητας, που συν τοις άλλοις υποσκάπτονται από το ίδιο το (αλλοπρόσαλλο) σενάριο. Η «κόντρα» ανάμεσα στους μεγάλους του Βρετανικού Μουσείου και τον «πτωχό» κύριο Μπράουν για την οικειοποίηση της ανακάλυψης διατηρεί κάποια ψήγματα αγγλικού σνομπισμού, το ερωτικό τρίγωνο του δεύτερου μέρους είναι πιο ψόφιο και από τους νεκρούς του ταφικού τύμβου, η δε «αγωνία» για την αναγνώριση ή μη της εργασίας του Μπέιζιλ Μπράουν από την επιστημονική κοινότητα, ουδέναν δύναται ν’ αφορά. Εκτός, πια, κι αν σας έτρωγε η αγωνία όλα αυτά τα χρόνια για το κατά πόσο ένα πριτσίνι του ταφικού πλοίου που εκείνος εντόπισε πρώτος, προερχόταν από την περίοδο των Βίκινγκ του 10ου αιώνα ή από τη εποχή της Δυναστείας των Μεροβίγγειων του 6ου αιώνα. Σε μια τέτοια περίπτωση… ιδού το «The Dig», ιδού και το Netflix!