FreeCinema

Follow us

«MasterChef #6»: Παιδική ναι, χαρά όχι…


Στην περσινή σεζόν του ελληνικού «MasterChef» μάθαμε πως οι κουζίνες μπορούν να «κρύβουν» (και) απεχθείς κωλοχαρακτήρες! Στον έκτο κύκλο του δημοφιλούς τηλεπαιχνιδιού μαγειρικής, αντιλαμβανόμαστε πως η «σημερινή νεολαία» κουβαλά μαζί της αβάσταχτη έλλειψη παιδείας κι ένα attitude θράσους αδικαιολόγητο. Το πιο ανησυχητικό; Ίσως πρόκειται περί θέματος… casting! Εκ προθέσεως!

Τέτοιο καιρό πέρσι, οι αναγνώστες του FREE CINEMA ξαφνιάζονταν από ένα άρθρο που είχα γράψει για το… «Masterchef»! Ήταν η πέμπτη σεζόν του δημοφιλούς τηλεπαιχνιδιού μαγειρικής, το οποίο παρακολουθούσα από τα πρώτα του βήματα με ευχαρίστηση και περιέργεια… για τους σωστούς λόγους. Πέρσι, θριάμβευσαν οι λάθος λόγοι και το περιεχόμενο της εκπομπής παρεκτράπηκε προς μία πραγματικά άσχημη κατεύθυνση, η οποία με είχε υποχρεώσει να εστιάσω σε σκληρές παρατηρήσεις, καθώς δυσφορούσα με την πλειοψηφία των «χαρακτήρων» (αν μπορούσαν να έχουν ποτέ κάτι τέτοιο τα συγκεκριμένα άτομα…) των παικτών και το καταστασιακό που δημιουργούσαν. Το άρθρο αγκαλιάστηκε θετικότατα από θεατές που (επίσης) είχαν αγαπήσει το παιχνίδι / διαγωνισμό στο παρελθόν και συγκέντρωσε μονάχα καλά σχόλια. Με την έναρξη της έκτης σεζόν, άρχισα να λαμβάνω μηνύματα και αιτήματα από τα social και κόσμο που ήθελε να μάθει τη γνώμη μου για το τι συμβαίνει στο φετινό «Masterchef». Ανταποκρίνομαι σε αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, και επιστρέφω στη θέση του «κριτή» για ακόμη μια φορά, με συναισθήματα τα οποία εξακολουθούν να είναι… δυσάρεστα.

Πριν καταλήξουμε στην ουσιαστική ομάδα των 24ων παικτών του «MasterChef #6», άρχισα να παρατηρώ πως η παραγωγή δουλεύει όλο και περισσότερο με τακτικές… casting! Διαφορετικοί standard τύποι υποψηφίων παικτών προϊδέαζαν (ελαφρώς) για τις προθέσεις του τελικού «group» που έπρεπε (;) να δημιουργηθεί. Δεν προέκυπτε πάντοτε το επιθυμητό (δεν «έκατσε» κάτι σε… vegan κι εφέτος!), όμως, ήταν προφανής η έλξη προς «σαματατζήδες», αληταράδες με αβυσσαλέο ego, (openly or not) gay, (φαινομενικά) καλόβολους επαρχιώτες, προσωπικότητες… «φιδιού», ξενόφερτες και «σπασμένες» ελληνικές προφορές. Μια «πινακοθήκη» από ανθρώπινο υλικό έτοιμο να… εκραγεί στις κουζίνες (και το σπίτι του εγκλεισμού), για το καλό της τηλεθέασης και της λογικής του reality θεάματος.

Όσο για τους κριτές, παραμένουν το star power της εκπομπής. Η χημεία που έχουν αποκτήσει σώζει σε πολλές περιπτώσεις, όμως, η αίσθηση της σιγουριάς και της άνεσης μπροστά από το φακό, φέτος μαρτυρά και μια κάποια βαρεμάρα, που είτε (σχεδόν) προδίδεται από την επανάληψη, είτε αιωρείται στο studio με αμηχανία, μέτριο «χιουμοράκι» και έλλειψη πρωτοτυπίας. Ειδικά στη φρασεολογία τους, ισχύει απόλυτα αυτό το τελευταίο. Μπορεί κανείς να οικειοποιείται ένα αγαπημένο του motto, όμως, ήμαρτον, πόσες φορές ακόμα αντέχεις ν’ ακούς τον Λεωνίδα Κουτσόπουλο να ζητά να γίνονται τα πράγματα… «με αγάπη»; Ειλικρινά, πόσες φορές μπορεί να επαναλαμβάνει (και) το «Πάμε να δοκιμάσουμε;» καθημερινά; Ο Πάνος Ιωαννίδης στέκει ως η leading φίρμα χωρίς να προσπαθεί να πείσει για κάτι παραπάνω (ή και να φαντάζεται ότι χρειάζεται…), ενώ ο Σωτήρης Κοντιζάς φέτος παίρνει extra πόντους ως ο πιο… αμέτοχος, λες και επιχειρεί να εκτίθεται λιγότερο σε κάτι που (ενδεχομένως) τον έχει κουράσει. Παραδόξως, αυτή η στάση τον μετατρέπει στον κερδισμένο του… low profile, μιας ήρεμης δύναμης που δεν εκφράζει κομπασμό, μα βρίσκεται εκεί γιατί οφείλει να δίνει το παρών. Από μόνοι τους, αρχίζουν να εξαντλούνται. Και οι τρεις μαζί, όμως, μοιάζουν με κάτι το αναντικατάστατο. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν απαιτείται (επειγόντως!) ένα κάποιο «refresh» από πλευράς τους.

Και πάμε στους παίκτες… Εάν θεωρήσουμε ότι η μαγειρική τείνει να μετατραπεί σε ένα είδος «Τέχνης», τότε οι δημιουργοί πιάτων με υψηλούς στόχους (για καριέρα και δόξα που θα βασιστεί στις γεύσεις τους) έχουν την υποχρέωση να φέρουν μαζί και μια δυνατή προσωπικότητα, την οποία θα «σερβίρουν» στα Μέσα ως μιας κάποιας μορφής πρότυπο, ειδικά άπαξ και κερδίσουν. Οι νικητές του «Masterchef» μπορούν να είναι (ας πούμε) εντελώς ανώνυμοι ή «ερασιτέχνες» με σπιτική πείρα μονάχα, όμως, κατόπιν έχουν να παίξουν πολλαπλούς ρόλους, είτε στον επαγγελματικό τους τομέα (αποκλειστικά), είτε ως media περσόνες (που θα κληθούν να «στολίζουν» από κουζίνες πρωινάδικων / μεσημεριανάδικων μέχρι και το κάθε TV show ή άλλο reality!). Αν θέλουμε να κρατηθεί ένα επίπεδο σε όλα αυτά (ναι, πολλά ζητάω…), δεν είναι δυνατόν να το αναμένουμε από… εικοσάχρονα!

Γιατί συνέβη αυτό εφέτος; Είπαμε, ας έχουν απειρία (και μικρότερα ποσοστά… «ποζεριάς»), αλλά εδώ μιλάμε για εντελώς μη διαμορφωμένες προσωπικότητες «παιδιών» που σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζουν κι ένα attitude «θεότητας» της κουζίνας! Άτομα ανίκανα να δεχθούν παρατηρήσεις και κριτική, σε κατάσταση πλήρους απαξίωσης γενικών γνώσεων ενίοτε (στον τομέα της γεωγραφίας, έχουν ήδη ακουστεί επικά «μαργαριτάρια»), αλλά και με αδιαφορία σε στοιχειώδεις εμπειρίες γευσιγνωσίας (sic). Εκείνο το «Δεν έχω φάει ποτέ ρυζόγαλο στη ζωή μου», δύσκολα ξεχνιέται! Το έκτο «Masterchef» έδειξε (όπως και πέρσι) από πολύ νωρίς το κατώτατο επίπεδο χαρακτήρων των περισσότερων παικτών, ένα περίεργο κράμα από μερικούς σαραντάρηδες (ή λίγο παρακάτω) και απελπιστικά πολλά (τούτη τη φορά) εικοσάχρονα, τα οποία προκαλούν από λύπη έως και δυσαρέσκεια.

Και φοβούμαι πως αυτό καθόλου δεν απασχόλησε την παραγωγή. Αντιθέτως, έκανε αυτά τα «παιδιά» πιο… διαθέσιμα σε σκηνοθετικές υποδείξεις. Ακόμη κι αν δεν είχαν κάποιο ρόλο εξαρχής, το «σενάριο» του «Masterchef» μπορεί να τους φτιάξει, να τους διαμορφώσει ανάλογα με τις ανάγκες του «casting» και να μανιπουλάρει τους παίκτες, καθορίζοντας το χρόνο εμφάνισής τους, το πόσο και πως μπορεί να τους «παίξει» στις πιο εξομολογητικές στιγμές τους πίσω από τις κουζίνες του studio (ή και στο σπίτι), δίνοντας την ευκαιρία στους θεατές ν’ ασχοληθούν όσο πιο… ανθρωποφαγικά γίνεται μαζί τους στα social. Λαμπερό παράδειγμα φέτος, η περίπτωση του «Μπόμπαινα», μιας ενήλικης φιγούρας οριακά γραφικής και εκφραστικότατης (συνολικά), που είτε δίκιο να είχε ή και άδικο, χρησιμοποιήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο παίκτη σαν ένα «στοίχημα» της παραγωγής, πως το κοινό θα «τσιμπήσει». Όπως και έγινε. Από μια κάποια οπτική, αυτό αποτελεί επιτυχία για το «Masterchef». Το σοβαρό ερώτημα που προκύπτει εδώ, όμως, είναι… τι είδους εκπομπή θέλεις να δώσεις στον κόσμο που έχει σεβαστεί το συγκεκριμένο format προγράμματος εδώ και τόσα χρόνια;

Η ευγενική, «λαϊκή» και ταλαντούχα Μαργαρίτα δεν υπάρχει στο «MasterChef #6». Και από το λίγο που παρακολουθώ τις τηλεθεάσεις, δεν «τραβάνε» τα εικοσάχρονα φέτος. Πολλά τα λάθη ή, απλά, η παραγωγή υπερεκτίμησε με σιγουριά το… «έτοιμο» προϊόν της και το άφησε στην τύχη του; Αν θέλουν να το συνεχίσουν, ας το προσέξουν πολύ περισσότερο. Ας το ανανεώσουν με όσο το δυνατόν καλύτερο τρόπο κι ας ρίξουν κι ένα παραπανίσιο βάρος στη σκηνοθεσία (ειδικά) των στιγμών μαγειρικής, ας υπάρξει κέφι και πρωτότυπη ματιά. Διότι σε τούτη τη σεζόν, αυτά υπήρξαν μονάχα στο… ύπουλο (και πανέξυπνο) μοντάζ των «δείτε μετά» και των spots για το επόμενο επεισόδιο, που όσο κι αν έχεις καταλάβει τι πραγματικά «κρύβουν», σε βάζουν στο δίλλημα της μαντεψιάς για την κατάληξη του τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει.

 

TAGS: