VIVARIUM (2020)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λόρκαν Φίνεγκαν
- ΚΑΣΤ: Ίμοτζεν Πουτς, Τζέσι Άιζενμπεργκ, Ιάνα Χάρντγουικ, Τζόναθαν Άρις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Πωλητής μεσιτικού γραφείου συνοδεύει νεαρό ζευγάρι σε suburbs «του ονείρου» για να δουν την ιδανική κατοικία στην οποία θα μπορούσαν να φτιάξουν την οικογένειά τους. Τους παρατάει στα καλά του καθουμένου, εκείνοι βάζουν μπρος για την επιστροφή προς την πόλη, αλλά ο δρόμος τους οδηγεί πάντοτε στο ίδιο κτήριο με το νούμερο 9. Ξανά και ξανά και ξανά και…
Δεν θα πρωτοτυπήσω. Όπου κι αν διαβάσεις για το «Vivarium», θα δεις αναφορές στον τίτλο της περίφημης τηλεοπτικής σειράς «The Twilight Zone» (την original, από τα τέλη του ’50 εννοώ). Κάθε ημίωρο επεισόδιό της έκρυβε και ένα ανατρεπτικό φινάλε, κάτι ολότελα φαντασιακό κι αλλόκοτο. Ενίοτε βαθιά ειρωνικό. Δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο σε τούτο το δεύτερο φιλμ μεγάλου μήκους του Λόρκαν Φίνεγκαν, όμως η αρχική σεναριακή σύλληψη θα μπορούσε ν’ ανήκει σε επεισόδιο εκείνης της σειράς. Εδώ τελειώνουν τα καλά νέα…
Ζευγάρι οδηγείται σχεδόν άθελά του σε ξενάγηση «ονειρεμένης» γειτονιάς με πανομοιότυπες κατοικίες, μακριά από το «αγριεμένο πλήθος» της καθημερινότητας μιας μεγαλούπολης. Το σκηνικό έχει αυτή τη νοσηρότητα των προκάτ σπιτιών των αμερικανικών suburbs. Οι ούτε καν παντρεμένοι ακόμη Τζέμα και Τομ θα επιθεωρήσουν το εσωτερικό τού #9 και, ξαφνικά, θα συνειδητοποιήσουν ότι έχουν μείνει μόνοι στο σπίτι. Θα μπουν στο αμάξι για τον δρόμο του γυρισμού, όμως αυτός δεν δείχνει να οδηγεί πουθενά αλλού… πέραν της οικίας την οποία επισκέφτηκαν! Θα γυρίζουν αέναα, λες και βρίσκονται παγιδευμένοι σ’ έναν λαβύρινθο δίχως έξοδο, ώσπου να τελειώσει η βενζίνη σε τέλειο timing… έξω από το #9! Εκεί, αναγκαστικά, θα βρουν καταφύγιο για τη νύχτα, ελπίζοντας να δοκιμάσουν ξανά την τύχη τους την επόμενη μέρα. Φυσικά, τίποτε δεν πρόκειται ν’ αλλάξει…
Το concept σε ιντριγκάρει, η αισθητική στέκει ικανοποιητικά χωρίς να επιχειρεί «ανανεωτική» πρόταση (κάπου φέρνει στον νου το «The Truman Show», αλλά χωρίς τις κάμερες που κατασκοπεύουν), όμως το έργο πάσχει σε γραφή διαλόγων (σαν να βλέπεις έργο του Τσάρλι Κάουφμαν δίχως λόγια, περίπου) και σταδιακά μαρτυρά την έλλειψη έμπνευσης που θα επέτρεπε στο «Vivarium» ν’ αποδράσει από την προβλεψιμότητά του. Η κυρίως «ανατροπή» εμφανίζεται πολύ νωρίς, μ’ ένα χαρτόκουτο που περιέχει ένα κανονικό μωρό και τη συνοδευτική οδηγία, πως αν το μεγαλώσουν σαν πραγματικοί γονείς του, θα «ελευθερωθούν» (ασαφώς). Το αγοράκι μεγαλώνει με ραγδαία και μη ρεαλιστική ταχύτητα εντός ολίγων εβδομάδων, τσιτώνοντας τα νεύρα της Τζέμα και του Τομ (ειδικά όταν ουρλιάζει), με το αδιέξοδο που βιώνουν να διαλύει τη σχέση τους και τον καθέναν τους ξεχωριστά. Ο Φίνεγκαν εστιάζει περισσότερο στον ρόλο της «μητέρας» Τζέμα, που ενώ θα ήθελε να σκοτώσει το αγόρι, ανά στιγμές αισθάνεται την ευθύνη της μητρότητας και επιδιώκει να το προστατεύσει.
Κάπως έτσι κυλά και η υπόλοιπη ταινία, με το αγοράκι να ενηλικιώνεται σε αφύσικο χρονικό διάστημα (και εμφανισιακά να προδίδει την εξέλιξη του χαρακτήρα του…), ενώ ο Τομ αφοσιώνεται στο να σκάβει έναν «αχανή» λάκκο, ελπίζοντας να βρει κάτι… πέρα από τον «πάτο» του (μια άλλη διάσταση;). Τα αλληγορικά πρότυπα του φιλμ βγάζουν μάτι από ένα σημείο κι έπειτα, και κάθε καλή πρόθεση του Φίνεγκαν χτυπάει σε μια γραφικότητα κατάληξης που επιβαρύνεται και από την εξουθένωση που προκαλεί η μη δράση. Θα ήταν πιο εύκολο να χωνέψει κανείς τις ιδέες τού δημιουργού τού «Vivarium» σε μια ταινία μικρού μήκους, όμως στα 97 λεπτά τούτο το φιλμ δεν έχει να προσφέρει τίποτε ουσιαστικότερο από την «παραξενιά» του.