Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (2022)
(VANSKABTE LAND / VOLAÐA LAND)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χλίνουρ Πάλμασον
- ΚΑΣΤ: Έλιοτ Κρόσετ Χόβε, Ίνγκβαρ Σίγκουρδσον, Βικ Κάρμεν Σόνε, Γιάκομπ Λόμαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 143'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας Δανός ιερέας ταξιδεύει μέχρι την Ισλανδία με σκοπό να επιβλέψει το χτίσιμο μιας εκκλησίας σ’ ένα απομονωμένο μέρος του νησιού.
Υπάρχουν κινηματογραφικά έργα τα οποία σε κάνουν να νομίζεις ότι πραγματοποιείς ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο; Η «Χώρα του Θεού» αποτελεί την επιτομή αυτής της περίπτωσης, από κάθε άποψη. Μοιάζει να έχει έρθει από κάτι τόσο παλιό και τόσο «αλλού», που αν κάτι μπορεί να σε ξενίσει (σταδιακά) παρακολουθώντας το, αυτό είναι η τετραχρωμία του φιλμ του, ίσως το μοναδικό πράγμα που δηλώνει κάτι το «σύγχρονο» στις εικόνες του.
Γυρισμένη σε 1.33:1 academy ratio, με «στρογγυλεμένες» τις γωνίες του κάδρου, δίνοντας μια εντύπωση παλιακού και ακατέργαστου, η ταινία του Χλίνουρ Πάλμασον έχει για κεντρικό χαρακτήρα έναν νεαρό ιερέα αρκετά φιλόδοξο και αλαζονικό, που στα μάτια των ντόπιων μοιάζει λίγο εχθρικός, δίχως θέση στον τόπο τους, ίσως και κάπως ανόητος. Ζούμε στην περίοδο όπου η Ισλανδία ήταν μία αποικία της Δανίας και ο Λούκας έρχεται να «εκπολιτίσει» τούτη την «κατώτερη» φυλή, μεταφέροντας την Πίστη και τις πεποιθήσεις της Λουθηρανικής Εκκλησίας. Σχεδόν ολόκληρη η πρώτη ώρα του φιλμ περιγράφει τον πλου, την άφιξη και τη διαδρομή του ιερέα και των Ισλανδών συνοδοιπόρων του, οι οποίοι τον βοηθούν να μεταφέρει τα πράγματά του, αλλά και να τον οδηγήσουν στον προορισμό του.
Με ελάχιστο διάλογο και τον φακό να παρατηρεί με απόλυτη καθαρότητα και αγνότητα πράξεις και στιγμές που όντως λες και καταγράφονται στην εποχή στην οποία τοποθετείται η δράση της ταινίας, ο Πάλμασον βυθίζει το βλέμμα του θεατή σε μια γαλήνια κατάσταση trance (βοηθά και το απόκοσμο score του Άλεξ Ζανγκ Χουνγκτάι), τονίζοντας την επίδραση του στοιχείου της Φύσης και το πόσο αδάμαστο παραμένει αυτό μπροστά στον γήινο «κατακτητή» του, που αδυνατεί να παραδεχθεί το πόσο λίγος είναι στην πραγματικότητα. Οι εικόνες της dp Μαρία φον Χάουσβολφ δεν είναι απλά όμορφες. Είναι ρεαλιστικά καθηλωτικές, τονίζουν την άγρια εκκεντρικότητα του ισλανδικού τοπίου με τρόπο σχεδόν πρωτοφανή και υποστηρίζουν μια «υπόγεια» δύναμη της αφήγησης, η οποία βγάζει περισσότερο νόημα στο υπόλοιπο της «Χώρας του Θεού», καθώς ο Λούκας έχει φτάσει στη μικρή κοινότητα των κατοίκων που θα πρέπει να διαχειριστεί σαν το εκκλησίασμά του.
Ο Πάλμασον δεν τα πηγαίνει το ίδιο καλά με το σενάριό του, γι’ αυτό και από τη στιγμή που η πλοκή χρειάζεται χαρακτήρες για να εξελιχθεί, η αδυναμία του στο «χτίσιμό» τους γίνεται ορατή, παράλληλα με τη μεταστροφή ενός καταπονημένου Λούκας, ο οποίος δείχνει να έχει χάσει το κουράγιο και τα ιδανικά του, αμφισβητώντας μέχρι και την ίδια του την Πίστη. Σχεδόν αναπάντεχα, ο κεντρικός ήρωας του φιλμ μετατρέπεται σε ότι πιο αντιπαθές και απεχθές έχουμε δει σε ρασοφόρο από εποχής του μπεργκμανικού «Φάνι και Αλέξανδρος» (1982), σε μια προφανή απόπειρα του δημιουργού του να προκαλέσει ψυχολογικές και δραματικές εντάσεις. Ευτυχώς, η αποστασιοποίηση της σκηνοθετικής γραμμής και το απαράλαχτο tempo προστατεύουν διαρκώς την ταινία, η οποία ακουμπά λιγότερο τον άνθρωπο και περισσότερο το μεγαλειώδες του (φυσικού) κόσμου που τον περιβάλλει.
Για τούτο το έργο, η Φύση είναι ο Θεός. Αυτή ορίζει τις ζωές των με ημερομηνία λήξης κατοίκων της, αυτή τους επιτρέπει να υπάρξουν, αυτή τους καταβροχθίζει, τους εξαφανίζει και τους κάνει ένα με τη γη της.