ΟΙ ΕΥΧΟΥΛΗΔΕΣ (2016)
(TROLLS)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γουόλτ Ντορν, Μάικ Μίτσελ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Η πριγκίπισσα των μονίμως ευτυχισμένων κι αισιόδοξων Ευχούληδων προσπαθεί να τους σώσει από τα… μαχαιροπήρουνα των γιγαντιαίων εχθρών τους, με – απρόθυμη – συντροφιά τον μοναδικό μίζερο, απαισιόδοξο Ευχούλη της φυλής τους!
Οι περισσότεροι από εμάς μεγαλώσαμε με τους Ευχούληδες στη ζωή μας, και κυρίως επάνω στα σχολικά μολύβια μας! Φέτος, η DreamWorks επανήλθε στο μουσικό animation, 18 ολόκληρα χρόνια μετά τον «Πρίγκιπα της Αιγύπτου», με μια φιλόδοξη, πολύχρωμη, και απρόσμενα αστεία, αξιολάτρευτη μεταφορά των λιλιπούτειων χαρακτήρων που πρωτοδημιούργησε ο Τόμας Νταμ, που ωστόσο διαθέτει πολλά κοινά σημεία με τη μεγαλύτερη «χρυσή χήνα» της εταιρείας ως τώρα, τις ταινίες του «Shrek», τόσο αισθητικά (οι θανάσιμοι εχθροί των Ευχούληδων, οι Μπέργκενς, «φέρνουν» αρκετά στον Σρεκ και τη Φιόνα, το «μεσαιωνικό» σκηνικό που ενώνεται με σύγχρονα στοιχεία) όσο και στα αφηγηματικά «μηνύματα» για τους μικρούς θεατές (η εμφάνιση δεν είναι το παν, αρκεί να είσαι ο εαυτός σου, βρες τον ήρωα μέσα σου κ.λπ.).
Κατά βάση, και απολύτως δικαιολογημένα, το κυριότερο target group της ταινίας είναι μικρά παιδιά, που θα λατρέψουν τα χρώματα, τη μουσική και κυρίως τη θετική ενέργεια και φυσική ευτυχία των Ευχούληδων, αλλά και το απρόσμενο ρομάντζο του πρίγκιπα των Μπέργκενς με την κατώτατη υπηρέτρια του κάστρου του στο δεύτερο μισό της ταινίας, καθώς οι Μπέργκενς είναι πεπεισμένοι πως δεν θα γνωρίσουν ποτέ το τι σημαίνει ευτυχία αν δεν φάνε από έναν Ευχούλη ο καθένας, προσπερνώντας έτσι δογματικά κάθε ευκαιρία να γίνουν από μόνοι τους ευτυχισμένοι.
Καθώς, όμως, η επιτυχία της ταινίας στο προεφηβικό κοινό είναι λίγο-πολύ προκαθορισμένη κι αναμενόμενη, η πραγματική έκπληξη είναι πως οι ενήλικες έχουν κι αυτοί πολλά να απολαύσουν (αν και το πολύ τραγούδι και τα χρώματα που πλησιάζουν, έστω και εκούσια, τα όρια του kitsch, είναι σίγουρο πως θα δοκιμάσουν τα νεύρα αρκετών γονιών). Οι υποϊστορίες των βασικών ηρώων είναι καλογραμμένες και βαθιά ανθρώπινες, το παραμυθένιο στοιχείο της αφήγησης δεν έχει να ζηλέψει και πολλά από τον υπερεπιτυχημένο σε όλες τις ηλικίες «Shrek», και η ισορροπία μεταξύ του υπερβολικά παιδικού και του «δώσε-και-κάτι-αξιόλογο-στους-ενήλικες» δουλεύει εξαιρετικά στο σύνολό της, κυρίως μέσα από το καλογραμμένο χιούμορ των διαλόγων και – το μεγαλύτερό της ατού – τη χρήση γνωστών τραγουδιών ως κωμικού εργαλείου της αφήγησης, χάρη στην έξυπνη μουσική επιμέλεια του Τζάστιν Τίμπερλεϊκ (ο οποίος δανείζει και τη φωνή του στον απαισιόδοξο Ευχούλη «Μπραντς», στην αγγλόφωνη εκδοχή της ταινίας). Μιας και στην Ελλάδα η ταινία προβάλλεται μόνο μεταγλωττισμένη, με τα περισσότερα τραγούδια επίσης μεταφρασμένα, ίσως αυτή η χιουμοριστική επίδραση των δημοφιλών τραγουδιών (όπως το «Hello» του Λάιονελ Ρίτσι και, η κορυφαία σκηνή με το «The Sound of Silence» των Σάιμον & Γκαρφάνγκελ, τον μόνο «ύμνο» που παραμένει στα αγγλικά) να χάνει λίγο την έντασή της, όμως έχει γίνει παραπάνω από αξιόλογη προσπάθεια δημιουργικής απόδοσης στα ελληνικά της πρωτότυπης αμερικανικής version.
Χωρίς, φυσικά, να αποτελούν μεγάλη στιγμή του παγκόσμιου animation, οι «Ευχούληδες» επιτυγχάνουν απόλυτα τον στόχο τους: να αφήσουν ενήλικες και παιδιά με ένα πλατύ χαμόγελο (και ίσως κι έναν χαρούμενο σκοπό στα αυτιά τους) μετά την έξοδο από την κινηματογραφική αίθουσα. Σύσσωμη η φυλή τους θα είναι υπερήφανη γι’ αυτό!