FreeCinema

Follow us

ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ – ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ (2023)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντώνης Κόκκινος, Γιάννης Σολδάτος
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 76'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Το καλοκαίρι του 1985, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος συναντά τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στο σπίτι του, στο Μάτι. Η κουβέντα τους ηχογραφείται για τις ανάγκες ενός περιοδικού που δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Τριανταεπτά χρόνια αργότερα, εκείνη η «χαμένη» κασέτα εντοπίζεται…

Μερικά πράγματα, όταν χάνονται, καλό είναι να παραμένουν σε αυτή τη συνθήκη. Ίσως υπήρχε λόγος. Ίσως να υπήρξε μια «συνομωσία» συμπαντική για να συντελεστεί κάτι τέτοιο. Τούτο το ντοκιμαντέρ αποτελεί ένα υπόδειγμα παραδείγματος της άνωθεν «θεωρίας».

Η ανακάλυψη μιας «χαμένης» ηχογράφησης της συνάντησης του Θόδωρου Αγγελόπουλου με τον Νίκο Παναγιωτόπουλου, μια βραδιά του 1985 στο Μάτι, στέκει ως η αφορμή για τούτο το ντοκιμαντέρ. Αρχικά, το γεγονός ότι μιλάμε μονάχα για ένα ηχητικό ντοκουμέντο, προκαλεί την έκδηλη ανησυχία για το πώς μπορεί να στέκει φιλμικά ένα τέτοιο εγχείρημα. Φυσικά, η (παραδείγματος χάριν) περίπτωση του ντοκιμαντέρ «Hitchcock/Truffaut» (2015), το οποίο βασίστηκε στο αρχειακό (και επίσης ηχητικό) υλικό των συνεντεύξεων του Άλφρεντ Χίτσκοκ στον Φρανσουά Τριφό, μας είχε χαρίσει στο παρελθόν μια θαυμάσια κινηματογραφική εμπειρία. Εδώ, όμως, είναι Ελλάδα…

Το «Ο Καθένας και η Μουσική του», ακόμα κι αν προσπαθήσεις να παραγνωρίσεις την απόλυτη τσαπατσουλιά του (που ειλικρινά δεν γίνεται, ούτε και με κλειστά μάτια!), μαρτυρά ένα βαθύτατο πρόβλημα από το οποίο είθισται να υποφέρει το ελληνικό ντοκιμαντέρ. Όχι η έλλειψη του budget, αλλά του σεναρίου! Το να μαζεύεις ένα τσούρμο από Έλληνες σκηνοθέτες του σύγχρονου παρόντος, μερικούς παλιούς συνεργάτες, κάτι «αναλυτές» του έργου των δύο δημιουργών και ολίγους κριτικούς κινηματογράφου, δε σημαίνει πως έτσι υποκαθιστάς μια απαραίτητη σεναριακή δομή, η οποία εδώ θα έπρεπε να «τσοντάρει» ευρηματικά στο λιγοστό αρχικό υλικό που είχαν στη διάθεσή τους ο Αντώνης Κόκκινος και ο Γιάννης Σολδάτος. Οι οποίοι «στολίζουν» το ντοκιμαντέρ τους με αποσπάσματα από γυρίσματα και σκηνές των φιλμ του Αγγελόπουλου και του Παναγιωτόπουλου που σερβίρονται κυριολεκτικά «ατάκτως ερριμμένα», ανάμεσα σε talking heads και ηχητικά τμήματα της «διαβόητης» κασέτας.

Για τους γνώστες της δουλειάς και της προσωπικότητας του καθενός από αυτά τα δύο σημαντικά για την ελληνική κινηματογραφία ονόματα, είναι προφανές ότι μιλάμε για εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους, με έντονο εγωισμό και αγεφύρωτες σχέσεις δημιουργικά. Εν μέρει, βρήκα χαριτωμένη τη στιγμή όπου αμφότεροι διαφωνούν για… αρνητικές παρατηρήσεις που κάνουν με συγκεκριμένες αναφορές σε ταινίες τους, και κάπου εδώ το «Ο Καθένας και η Μουσική του»… χάνει το ενδιαφέρον του! Το υπόλοιπο αναλώνεται σε μία κακοτεχνία «σκηνοθεσίας» που προσβάλλει την αισθητική του σινεμά και του Αγγελόπουλου και του Παναγιωτόπουλου, βάζοντας τα σκόρπια ζευγάρια (κυρίως) συνομιλητών να μοιράζονται «επί παντός» απόψεις για τη συνολική προσφορά των δύο δημιουργών, ένα είδος «ότι θυμόμαστε, χαιρόμαστε» δίπλα σ’ ένα κασετόφωνο που ενίοτε μας θυμίζει (με το ζόρι) την αφορμή της ύπαρξης αυτού του ντοκιμαντέρ. Ξεχωρίζει (σαν στήσιμο) η επιλογή του location των Άγγελου Φραντζή και Αλεξίας Καλτσίκη (εξαιτίας του συμπτωματικά αγαπημένου μου «Βαριετέ»), ενώ στη θέα του πλαστικού κύπελου με καφέ που κρατούσε στο χέρι του ο Θανάσης Ρεντζής (δίπλα στον Γιάννη Οικονομίδη) ομολογώ ότι ντράπηκα (ούτε σε «αρπαχτή» κουβεντούλας πολιτιστικής εκπομπής της ΕΡΤ… από άλλη δεκαετία!).

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι για λόγους αρχείου (και εκπαιδευτικούς, που αφορούν αποκλειστικά σπουδαστές κινηματογραφικών σχολών), τούτο το ντοκιμαντέρ όλο και κάποτε θα μνημονεύεται. Μαζί με την ξεκάθαρη διαπίστωση του πόσο κακό και ανάξιο της φήμης του Αγγελόπουλου και του Παναγιωτόπουλου είναι.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Έχω δει τηλεοπτικά επεισόδια σειρών ντοκιμαντέρ του Νίκου Τριανταφυλλίδη και της Μαρίνας Δανέζη που φαντάζουν σαν δουλειές του… Όρσον Γουέλς συγκριτικά με τούτη τη φρικωδία. Όχι γυρισμένο στο πόδι. Στον αστράγαλο! Ακόμη και θεματικά, δεν βγάζει κανένα νόημα. Θα επιθυμούσε κανείς ν’ ακούσει έναν διάλογο του Ντέιβιντ Λιν με τον Φρανκ Τάσλιν (το παράδειγμα είναι το πιο άκυρο που μπορούσα να φανταστώ αυτή τη στιγμή – ωραίο παιχνίδι για παρέες κινηματογραφόφιλων αυτό, by the way!), ας πούμε;


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.