ΤΕΡΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ (2018)
(TERMINAL)
- ΕΙΔΟΣ: Νουάρ Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βον Στάιν
- ΚΑΣΤ: Μάργκο Ρόμπι, Σάιμον Πεγκ, Μαξ Άιρονς, Ντέξτερ Φλέτσερ, Μάικ Μάγερς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Ένα σμήνος πληρωμένων δολοφόνων, με κεντρικό πρόσωπο ανάμεσά τους μια γυναίκα με δύο περσόνες, ενεργεί περιμένοντας εντολές σε έναν σταθμό τρένου.
Δεν βοηθάει και πολύ η σύντομη περίληψη, το ξέρω. Έλα που ακόμη και να δεις την ταινία… δεν πρόκειται να βγάλεις καλύτερο και σαφέστερο συμπέρασμα! Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Βον Στάιν έχει βάλει λίγο απ’ όλα μέσα. Το μέσα, είναι το σκηνικό του café ενός σιδηροδρομικού σταθμού και μερικοί ακόμη χώροι, που κραυγάζουν ότι αποτελούν στουντιακές εγκαταστάσεις και το στόλισμά τους με neon δεν αλλάζει ούτε την εικόνα αλλά ούτε και τις εντυπώσεις.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, σ’ αυτή την ταινία; Παρακολουθούμε τη Μάργκο Ρόμπι να υποδύεται μια σερβιτόρα στο café. Τη λένε Άννι και σερβίρει έναν καθηγητή, σοβαρά άρρωστο, που σκέφτεται την αυτοκτονία. Λίγο αργότερα, θα τη βρούμε με άλλο όνομα. Τώρα τη λένε Μπόνι και είναι stripper. Είναι επίσης και πληρωμένη δολοφόνος, όπως και δύο άλλοι άνδρες που περιμένουν οδηγίες. Παράλληλα βλέπουμε και έναν επιστάτη του σταθμού, ο οποίος μάλλον δεν είναι αυτό ακριβώς που φαίνεται.
Όλα αυτά τα συμπεράσματα που δεν βγάζουν και πολύ νόημα, προκύπτουν έπειτα από αρκετή ώρα παρακολούθησης του φιλμ. Ακόμη και τα μόλις 90 λεπτά που διαρκεί η ταινία φαίνονται αφόρητα όταν βλέπεις ανοησίες και εξεζητημένους διαλόγους που μιμούνται παλαιότερα φιλμ νουάρ. Η προσποίηση είναι αυτό που χαρακτηρίζει στο σύνολό του τον «Τερματικό Σταθμό». Από τις ατάκες που ξεστομίζονται μέχρι τα σκηνικά, από τη σκηνοθεσία μέχρι τις ερμηνείες. Θα μπορούσε να έχει και ένα ενδιαφέρον η επιλογή της «στημένης» εκφοράς των διαλόγων ή του ηθελημένα «ψεύτικου» σκηνικού. Μόνο που δεν προσφέρει καμία απολύτως απόλαυση, διότι τούτο το φιλμικό εγχείρημα δεν έχει ίχνος ευφυίας… από κατασκευής του. Προσπαθεί απλώς να αρπάξει κάτι από παρελθούσες παραγωγές του pulp genre, επιχειρώντας να γίνει κάτι μεταξύ ταραντινικού crime story και «Sin City». Αποτυγχάνει παταγωδώς.
Καθώς πλησιάζουμε στο φινάλε, ένας αριθμός ακόμη πιο ανόητων ανατροπών επιτυγχάνει τον απόλυτο εκνευρισμό του θεατή. Το μόνο που διασώζεται – μερικώς – είναι η ίδια η Μάργκο Ρόμπι, όχι επειδή έχει καλύτερο ρόλο ή επειδή μεταφέρει με επιτυχία κάποια ατμόσφαιρα, αλλά επειδή είναι εντυπωσιακή και τραβά πάνω της το βλέμμα. Κατά τα άλλα, δεν είναι και η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσε να κάνει (ως πρωταγωνίστρια αλλά και παραγωγός!) μετά από έναν ρόλο όπως εκείνον στο «Εγώ, η Τόνια», που δικαίως την έφτασε στις υποψηφιότητες των Όσκαρ.