ΥΠΟΨΙΕΣ (1941)
(SUSPICION)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντικό Θρίλερ Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλφρεντ Χίτσκοκ
- ΚΑΣΤ: Κάρι Γκραντ, Τζόαν Φοντέιν, Νάιτζελ Μπρους, Σέντρικ Χάρντγουικ, Ντέιμ Μέι Γουάιτι, Ίζαμπελ Τζινς, Χέδερ Έιντζελ, Λίο Γκ. Κάρολ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SUMMER CLASSICS
Ακαταμάχητος playboy «τυλίγει» γοητευτική κληρονόμο, παντρεύονται, όμως σταδιακά εκείνη υποψιάζεται ότι ο μοναδικός του στόχος είναι να τη σκοτώσει.
Είναι «έρωτας» από συμφέρον με κίνητρο την κληρονομιά ή οι δαιμόνιες υποψίες της (ενδεχομένως φαντασιόπληκτης) ηρωίδας μετατρέπουν τη σχέση αυτή σ’ έναν… ανέραστο εφιάλτη; Το γνώριμο μοτίβο του «ευνουχισμένου» εραστή, το οποίο λάτρευε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ξεδιπλώνεται παιχνιδιάρικα ευφυώς, ύπουλα και αρκετά χιουμοριστικά σε τούτη την τέταρτη αμερικανική ταινία της σπουδαίας καριέρας του Βρετανού σκηνοθέτη, που χάρισε το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου στην Τζόαν Φοντέιν (το φιλμ ήταν υποψήφιο και στις κατηγορίες καλύτερης ταινίας και μουσικής).
Από την εναρκτήρια σεκάνς, η εμφάνιση των δύο κεντρικών χαρακτήρων και ο τρόπος που τους κινηματογραφεί (σαν να τους εξετάζει από την κορυφή ως τα νύχια) ο Χίτσκοκ, δίνει στον θεατή μια ξεκάθαρη άποψη για το ποιόν τους. Σ’ ένα coupé τρένου, εκείνη διαβάζει ένα βιβλίο παιδοψυχολογίας, φορά γυαλιά και η ένδυσή της δεν αναδεικνύει κανένα ίχνος θηλυκότητας επάνω της, ενώ εκείνος παρουσιάζεται ιδανικά γοητευτικός και από κάθε άποψη κομψός, ντυμένος «στην τρίχα». Η Λίνα θα μάθει ποιος είναι από την κοσμική στήλη της εφημερίδας, θα τύχει να ξανασυναντηθούν σ’ ένα κυνήγι στην αγγλική ύπαιθρο και σταδιακά δεν θα μπορεί να κρύβει το ενδιαφέρον της προς τον Τζόνι. Το ειδύλλιο θα επέλθει άμεσα, σαν μια διπλή αντίδραση προς τους αυστηρούς γονείς της αλλά και την κοινωνία που της έχει προσδώσει τα χαρακτηριστικά της κοπέλας που ή θα μείνει… «στο ράφι» ή θα παντρολογηθεί κακήν-κακώς.
Στην πρώτη σκηνή που βρίσκονται εντελώς μόνοι, σ’ ένα άτυπο είδος ραντεβού, η κάμερα τους παρακολουθεί από απόσταση, σαν να διαπληκτίζονται και να έρχονται στα χέρια, με τη Λίνα να αντιστέκεται, λες και επιχειρεί να προστατευθεί από τον Τζόνι, στην άκρη ενός γκρεμού. «Τι νόμιζες πως θα έκανα. Θα σε σκότωνα;», της απαντά εκείνος, όταν ο φακός τους πλησιάζει και το flirt μας απομακρύνει από τη σκέψη της απόπειρας φόνου. Εκείνη, όμως, δεν θα μπορέσει ποτέ να βγάλει αυτή τη σκέψη από το μυαλό της και πάνω σε αυτό το στοιχείο της αμφιβολίας και των υποψιών ο Χίτσκοκ χτίζει το σασπένς μίας από τις πιο ανάλαφρες και ψυχαγωγικές ταινίες μυστηρίου της φιλμογραφίας του, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις λεπτές «πινελιές» ψυχανάλυσης των δύο ηρώων, την ανεξέλεγκτη αυτοάμυνα και το (σεξουαλικά) απρόσιτο μιας γυναίκας σε μόνιμη στάση «θυματοποίησης», δίπλα στο αρσενικό που φαντάζει κυρίαρχο και απειλητικό, μα κατά βάθος παλεύει για να επιβιώσει σε κοινωνικό, ταξικό, όσο και ερωτικό επίπεδο.
Λίγο πριν το φινάλε, ο Χίτσκοκ σκοπίμως (λες και) επαναλαμβάνει το στιγμιότυπο του διαπληκτισμού και της βίαιης γλώσσας των σωμάτων, αυτή τη φορά σαν μια σοβαρή «έκρηξη» εκτόνωσης που επιζητά την αλήθεια και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ της Λίνα και του Τζόνι. «Πόσα ν’ αντέξει ένας άνδρας;», διερωτάται εκείνος, ζητώντας της να συνειδητοποιήσει πως, πια, πρέπει να τον αντιμετωπίσει ως σύζυγο και όχι σαν ένα γοητευτικό παιδαρέλι που έχει βάλει στο μάτι και ίσως ποθεί. Φαντάζομαι την χαιρέκακη ικανοποίηση του Χίτσκοκ σ’ αυτή τη σεκάνς, πίσω από τις κάμερες. Που να φανταζόταν ο άνθρωπος πόση… οργή και ξεσηκωμό θα προκαλούσε μια τέτοια σκηνή σε έργο, αν είχε γυριστεί σήμερα! Όχι ότι και στην εποχή του καλοπέρασε… Το κλείσιμο των «Υποψιών» παραμένει αμφιλεγόμενο και είχε φέρει το studio της RKO και τον Χίτσκοκ σε εμπόλεμη κατάσταση, διαφωνώντας για την (φονική;) κατάληξη της σχέσης των δύο ηρώων, κάτι που ενδεχόμενα θα έπληττε το προφίλ του Κάρι Γκραντ. Τελικά, το studio κέρδισε, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τούτη η ταινία δεν αποτελεί ακόμη μία εξαιρετική φιλμική εμπειρία, ειδικά για τους γνώστες του (σατανικού) τρόπου σκέψης και της κινηματογραφικής ιδιοφυίας που ήταν ο Άλφρεντ Χίτσκοκ.