ST. VINCENT: Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΟΥ ΑΓΙΟΣ (2014)
(ST. VINCENT)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Θίοντορ Μέλφι
- ΚΑΣΤ: Μπιλ Μάρεϊ, Τζέιντεν Λίμπερχερ, Μελίσα ΜακΚάρθι, Ναόμι Γουάτς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Παραιτημένος από τη ζωή βετεράνος του Βιετνάμ, ιδιότροπος, μονήρης, αλκοολικός, τζογαδόρος και μανιώδης καπνιστής, βγαίνει από το μισανθρωπικό καβούκι του αφού στη ζωή του μπαίνει ο ξύπνιος 12χρονος γιός της άρτι αφιχθείσας, άρτι χωρισμένης γειτόνισσας, τον οποίο προσλαμβάνεται να προσέχει ως… νταντά!
Όπως σωστά παρατήρησε η περίφημη κριτικός των New York Times, Μανόλα Ντάργκις, αυτό το ντεμπούτο τού Μέλφι δανείζεται ουκ ολίγα από τα χαρακτηριστικά του μύθου τού – όπως αυτός έχει ποικιλοτρόπως εκδηλωθεί κινηματογραφικά, και όχι μόνο – γεροπαράξενου, γενικά, και του αρχετυπικού Σκρουτζ, ειδικά. Ο τελευταίος, αποτελεί μια περσόνα που ο πρωταγωνιστής Μάρεϊ γνωρίζει καλά (ή απλά… παίζει στα δάχτυλα). Αφενός τον έχει ερμηνεύσει ιδανικά, σε νεότερη ηλικία, στην εκμοντερνισμένη εκδοχή του, το «Πάρτι Φαντασμάτων» (1988). Και αφετέρου, ο ιδιότροπος, στα όρια του μισανθρωπισμού, ανθρωποδιώχτης, που όμως κρύβει χρυσή καρδιά, είναι ένας τύπος τον οποίο ο Μάρεϊ επικοινωνεί λιγότερο ή περισσότερο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μέσα από κάθε χαρακτήρα που έχει ενσαρκώσει μέχρι τώρα στην μεστωμένη καριέρα του.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πως λίγες εκπλήξεις σου επιφυλάσσει αυτή η dramedy που ήρθε δεύτερη στην προτίμηση (και δη έχασε στο τσακ το βραβείο) του κοινού του τελευταίου Φεστιβάλ του Τορόντο – τέλειο βαρόμετρο για το ποιες ταινίες θα πρωταγωνιστήσουν στις προσεχείς οσκαρικές υποψηφιότητες. Η σχέση τού γεροπαράξενου Βίνσεντ, τόσο με τον μελαγχολικό αλλά κάθε άλλο παρά παραιτημένο της ζωής πιτσιρικά Όλιβερ (Λίμπερχερ), όσο και με την καλοπροαίρετη, διαρκώς στα όρια του πανικού, μητέρα τού τελευταίου, Μάγκι (ΜακΚάρθι), και την απενοχοποιημένα… εξώλης και προώλης, Ρωσίδα, έγκυο stripper και πόρνη (!) Ντάκα (Γουάτς), εξελίσσεται και ωριμάζει όπως πάνω-κάτω φαντάζεσαι. Με πολύ γέλιο και ακόμα περισσότερο δάκρυ. Κάθε άλλο παρά διακριτικά τα ουκ ολίγα διδάγματα και μηνύματα ανθρωπιάς, ανοχής, και αντιμετώπισης των μικρών ή μεγάλων τραγωδιών της ζωής με χιούμορ. Και με λίγες τις απρόοπτες αναποδιές ή ανατροπές στην πορεία σύγκλισης αυτών των τεσσάρων ανθρώπων. Δηλαδή… «Καλύτερα δε Γίνεται»;
Γίνεται. Γιατί, κατά αρχή, όπως και εκείνη, η δια χειρός Τζέιμς Λ. Μπρουκς ταινία του 1997 (που εξασφάλισε στον Τζακ Νίκολσον το τρίτο του Όσκαρ), αυτός ο «St. Vincent» είναι οπλισμένος με τίμιες, υποδειγματικά γειωμένες ερμηνείες. Ο Μάρεϊ μπορεί να μην πρωτοτυπεί, δεν παύει, όμως, να δίνει απτή υπόσταση σε ένα χαρακτήρα που ελάχιστοι (αν όχι κανείς) συλλαμβάνουν τόσο βαθιά, από την καλή και από την ανάποδη, όσο αυτός. Ο μικρός Λίμπερχερ ξεπηδά από την οθόνη και στέκεται δίπλα σου, θαρρείς, σαν αναπόσπαστο κομμάτι τής καθημερινότητάς σου. Η ΜακΚάρθι χαμηλώνει εύστοχα τους τόνους του αδιάντροπου κωμικού της δαιμονίου, και παραδίδει την πιο λιτή, τρυφερή και αθόρυβα μεταδοτική ερμηνεία τής καριέρας της, προσφέροντάς μας επιπλέον έναν αβίαστο, απολαυστικό κλαυσίγελω / μια από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας (όταν η Μάγκι συναντά το δάσκαλο και το διευθυντή του σχολείου τού Όλιβερ). Η Γουάτς, τέλος, δίνει σάρκα, οστά, γυμνή και υπερήφανη τουρλωτή κοιλιά, πειστική ρωσική προφορά, αλογόκριτη σεξουαλικότητα και στόμα που δε φοβάται να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, στη Ντάκα: το απροσδόκητο, εναλλακτικό comic relief του φιλμ, που θα μπορούσε πολύ εύκολα, στα χέρια κάποιας άλλης, να γίνει καρικατούρα ολκής.
Γίνεται. Επειδή τούτο, το πρώτο πόνημα μεγάλου μήκους τού σεναριογράφου και σκηνοθέτη Μέλφι, διαθέτει επίσης ειλικρινείς, αφτιασίδωτους διαλόγους και φυσικές, γεμάτες σιωπές, καθώς και έναν ατακτοποίητο, ούτε ακριβώς happy, ούτε ακριβώς end, επίλογο. Εκεί που – όπως και στην αληθινή ζωή – μια χούφτα ανθρώπινα πλάσματα μπορεί να έχουν βρει (προς το παρόν) τους κώδικες της μεταξύ τους συνύπαρξης, κανείς τους, όμως, δεν έχει λύσει εντελώς τα επιμέρους προβλήματά του, κατατροπώσει δια παντός τους προσωπικούς του δαίμονες, καταπολεμήσει επαρκώς τα ελαττώματα ή ξεπεράσει ανεπιστρεπτί τις αδυναμίες του.