ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΟΝΤΟΚ (2017)
(RETURN TO MONTAUK)
- ΕΙΔΟΣ: Αισθηματικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φόλκερ Σλέντορφ
- ΚΑΣΤ: Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Νίνα Χος, Σουζάνε Βολφ, Νιλς Άρεστρουπ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Στη Νέα Υόρκη στο πλαίσιο προώθησης του τελευταίου του βιβλίου Γερμανός συγγραφέας επαναπροσεγγίζει έναν παλιό του έρωτα. Εκείνη αρχικά διστάζει, φεύγει όμως μαζί του για σαρανταοκτάωρη βουτιά στη θάλασσα των αναμνήσεων της εξοχής του Μόντοκ, τόπου που είχε σημαδέψει τις παλιές, ευτυχισμένες τους μέρες.
Υπάρχει κάτι το ανεξήγητο σε ό,τι έχει να κάνει με τον συγγραφέα Μαξ Ζορν, κεντρικό ήρωα τούτου του αισθηματικού δράματος. Είναι παντρεμένος με μία κατά πολύ νεότερή του γυναίκα, η οποία μένει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, με την παλιά του αγάπη (που διαμένει στην ίδια πόλη) να έχει επίσης σημαντικότατη διαφορά ηλικίας από εκείνον. Το ακατανόητο του πράγματος, που σε καμία στιγμή του το σενάριο δεν φροντίζει να κάνει κάπως πιστευτό, είναι πως μπορεί να έχει τέτοιες επιτυχίες με όμορφες, νεαρές γυναίκες ένας μάλλον κλειστός και κάπως δύστροπος τύπος σαν κι αυτόν. Είναι μεν ελαφρώς πνευματώδης, όχι όμως και στο ύφος του (λόγου χάρη) Γούντι Άλεν, για τον οποίο έχουμε δικαιολογήσει τέτοιες «ακρότητες» εξαιτίας του χαρισματικού και ακαταμάχητου χιούμορ του.
Πατώντας πάνω στα σχέδια μιας τυπικής αισθηματικής κομεντί, με έντονο όμως το δραματικό στοιχείο, η ταινία πνίγεται κάτω από το βάρος των ενίοτε βαρύγδουπων φιλοσοφικών αναζητήσεων των ηρώων της, αλλά και της φανερής έλλειψης χημείας ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ζεύγος. Το σύντομο, όπως αρχικά σχεδιάζεται, οδικό ταξίδι στο Μόντοκ (παραθαλάσσιο μέρος λίγο έξω από τη Νέα Υόρκη), εξελίσσεται σε σαββατοκύριακο αναλύσεων των εσωψύχων των δύο άλλοτε εραστών. Αυτά που λέγονται ανάμεσά τους, όμως, δεν αφορούν κανέναν άλλον πέραν εκείνων. Λάθη του παρελθόντος, μετάνοιες, μοναχικοί περίπατοι στην ερημική παραλία, θεώρηση ενός πιθανού κοινού μέλλοντος, δοσμένα με έναν τρόπο που φέρνει κάπως στο μυαλό την «Before» τριλογία του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, αν αυτή… στερούνταν της οποιασδήποτε σπίθας και ουσίας στους διαλόγους. Η Ρεμπέκα είναι πρώην Ανατολικογερμανίδα, η οποία έφυγε από τη χώρα αμέσως μετά από την πτώση του Τείχους, κατάφερε να σπουδάσει στις ΗΠΑ και να είναι πια επιτυχημένη δικηγόρος, αλλά ακόμα κι όταν εξομολογείται στον Μαξ πώς κύλησε η ζωή της χωρίς εκείνον δίπλα της, δεν μας κάνει να νιώσουμε τον πόνο της, αφού ελάχιστα έχουμε μάθει για τη σχέση τους ώστε να συμπάσχουμε μαζί τους, με το παράδοξο, ακόμη κι όταν βρίσκονται μόνοι, να επιμένουν να ομιλούν στην αγγλική, αν και πρόκειται για συμπατριώτες.
Με τη βοήθεια της υπεύθυνης δημοσίων σχέσεων του εκδοτικού του οίκου, ο Μαξ καταφέρνει να ξετρυπώσει τη Ρεμπέκα, οι αντιστάσεις τής οποίας λυγίζουν υπό το έντονο πρεσάρισμά του μετά από τρεις μέρες. Μέχρι να φύγουν για το Μόντοκ, ο Μαξ παρουσιάζει το βιβλίο του στον λογοτεχνικό κύκλο της πόλης, γυρίζει με τη γυναίκα του και την παρέα της στα clubs ενώ ολοφάνερα δεν έχει τέτοια διάθεση, η συνάντησή του δε με γηραιό συλλέκτη έργων τέχνης και παλιό του ευεργέτη, ο οποίος του απευθύνει πρόσκληση να θυμηθούν τα παλιά, είναι ένα ακόμα στιγμιότυπο που ελάχιστο φως ρίχνει στο ποιόν του. Ό,τι πιο ουσιαστικό μαθαίνουμε για τον Μαξ έρχεται κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής του συνέντευξης, όταν αναφέρεται στον εαυτό του κάνοντας παράλληλα μια σύντομη επισκόπηση της σύγχρονης ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Να προσθέσουμε πως η σχετική ζωντάνια τού πρώτου μέρους της ταινίας, κυρίως χάρη στην πολύβουη Νέα Υόρκη όπου διαδραματίζεται το στόρι, απουσιάζει εντελώς από το δεύτερο μισό, δημιουργώντας μια επιπλέον άνιση εντύπωση.