FreeCinema

Follow us

Ο ΠΑΓΟΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ (2023)

(RAN DONG)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντονι Τσεν
  • ΚΑΣΤ: Ντόνγκγιου Ζου, Χαοράν Λιού, Χουξιάο Κιού
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART

Εφήμερες χαρές, μάταιες ελπίδες και αναπάντεχοι έρωτες για τρεις twentysomething που συναντιούνται σε επαρχιακή πόλη της Βόρειας Κίνας.

Με τον «Πάγο που Καίει», ο γεννημένος στη Σιγκαπούρη σκηνοθέτης Άντονι Τσεν απομακρύνεται ελαφρώς από το κατεξοχήν αφηγηματικό σινεμά του θαυμάσιου προηγούμενού του «Η Εποχή της Βροχής» (2019), εν τούτοις, διατηρώντας αναλλοίωτη την αβίαστη ευαισθησία που ως σύνολο το χαρακτήριζε. Οι προβληματισμοί του, που περιστρέφονται γύρω από τα αδιέξοδα της νεότερης γενιάς, δηλώνουν εκ νέου το παρών, αυτή τη φορά, όμως, κοιτώντας όχι προς το αμερικανικό σινεμά, αλλά αποτίνοντας φόρο τιμής στη nouvelle vague και δη σε δύο από τα πλέον χαρακτηριστικά φιλμ του «κινήματος»: το «Ζυλ και Ζιμ» (1962) του Φρανσουά Τριφό και το «Μία Ξεχωριστή Συμμορία» (1964) του Ζαν-Λικ Γκοντάρ.

Στη μόνιμα παγωμένη (εξαιτίας του δριμύτατου ψύχους) επαρχιακή πόλη Γιαντζί, στα σινοκορεατικά σύνορα, η νεαρή ξεναγός Νάνα συστήνεται κατά τη διάρκεια ενός από τα tour της με τον Χαοφένγκ, έναν συνομήλικό της χρηματιστή από τη Σαγκάη, ο οποίος έχει βρεθεί στην πόλη ως καλεσμένος σ’ έναν γάμο. Συμπονώντας μαζί του για την… απώλεια του κινητού του τηλεφώνου και την αδυναμία του να τα βγάλει πέρα χωρίς αυτό στην καθημερινότητά του, τον προσκαλεί σε δείπνο στο μαγαζί του καλού της φίλου Ζάο. Η μελαγχολία του Χαοφένγκ, η τρυφερότητα της Νάνα και ο ορθολογισμός του Ζάο φτιάχνουν έναν δεσμό φιλίας που ενίοτε φλερτάρει με το ερωτικό τρίγωνο, αν και η (σύντομη) ημερομηνία λήξης του είναι εξαρχής σαφής.

Ο Τσεν αφήνει τη σχέση των τριών ν’ αναπτυχθεί φυσικά, με διαλόγους αραιούς μεν, αυθόρμητους και καθημερινούς δε, επιτρέποντας στους ήρωές του να περιπλανηθούν στην πόλη πίνοντας, φλερτάροντας και χαζολογώντας. Μοιάζουν με ξεριζωμένους που αναζητούν τη μοίρα τους και μαζί της ένα άπιαστο όνειρο, γυρεύοντας (παρά το νεαρό της ηλικίας τους) γιατρειά για τις πληγές του παρελθόντος σ’ ένα άκρως συμβολικό περιβάλλον, όπου δύο γλώσσες και δύο πολιτισμοί ενώνονται υπό τη σκέπη των τριγύρω χιονισμένων βουνών. Η λεπτότητα με την οποία περικλείεται το δέσιμο της τριάδας είναι μεν άκρως ρεαλιστική, πλην όμως, η απογοήτευση που τα δύο αγόρια και το ένα κορίτσι βγάζουν, κάπου κάνει την ταινία να φαίνεται επιτηδευμένα μελαγχολική. Πόσω μάλλον όταν στην περίπτωση του καταθλιπτικού Χαοφένγκ δεν δίνεται καμία σχεδόν πληροφορία για τον πρότερο βίο του (που ολοφάνερα τον έχει οδηγήσει στο να σκέφτεται ακόμη και τη αυτοκτονία), με (μονάχα) την περίπτωση της Νάνα να αιτιολογεί κάπως το «manifesto» περί χαμένων ελπίδων, χάρη σε ξαφνική επίσκεψη φίλης από τα παλιά, η οποία της ξεκλειδώνει το σεντούκι των (άσχημων) αναμνήσεων. Η δε υποπλοκή με τον καταζητούμενο Κορεάτη κλέφτη, που σταθερά προκαλεί μια αδιόρατη ανησυχία στον Ζάο, στέκει ως εντελώς βεβιασμένη μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του στόρι.

Το χιονισμένο τοπίο της πόλης Γιαντζί ενέχει καθοριστικό ρόλο, τόσο σε ουσιαστικό, όσο και σε συμβολικό επίπεδο. Ο πάγος μπορεί δυνητικά να είναι μέχρι και θανατηφόρος (όπως υπογραμμίζει η εχθρική Φύση του όρους Σανγκμπάι), όμως, η επ’ αόριστον μεταβαλλόμενη ροή του από στερεή μορφή σε υγρή μοιάζει ν’ αντικατοπτρίζει την επιδιωκόμενη «μετάλλαξη» των τριών νεαρών Κινέζων. Όσο και να φαίνεται πως την αλλαγή τη φοβούνται κατά βάθος, δεν παύουν να την κυνηγούν, ακόμα κι αν πρέπει να την ψάξουν σε απόκρημνα χιονισμένα τοπία και κρυμμένες από το μάτι λίμνες. Μια σύντομη, απατηλή απόδραση μπορεί (ίσως) να καθορίσει το σύνορο που χωρίζει την ελπίδα από την απελπισία, κάνοντάς τους να δουν το κοντινό μέλλον με άλλο μάτι. Μια αυθόρμητη πράξη κλοπής σε βιβλιοπωλείο πείθει πως κατά βάθος πρόκειται για παιδιά, τα οποία αδίκως σκοτίζουν το μυαλό τους με νοήματα που δεν έχουν πια και τόση σημασία.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Φανταστείτε τον Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ με τους νεανικούς του προβληματισμούς της δεκαετίας του ‘90, να «την είδε» ελαφρώς art-house, μελετώντας Γκοντάρ και Τριφό σε σύγχρονο κινέζικο περιβάλλον. Αν κάτι σας λένε όλα αυτά, τότε «Ο Πάγος που Καίει» έχει τα φόντα να σας μιλήσει, όσο κι αν ο Άντονι Τσεν ποντάρει περισσότερο στην αφαιρετική διάθεση, παρά στην (προτιμώμενη από εμένα) καθαρόαιμη αφήγηση. Αποτέλεσε την υποβολή της Σιγκαπούρης στην κατηγορία του ξενόγλωσσου φιλμ, όμως, δεν τα κατάφερε να μπει στην τελική πεντάδα των Όσκαρ.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.