Μ.Α.Τ.: ΜΟΝΑΔΑ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗΣ ΤΑΞΗΣ (2017)
(RAID DINGUE)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία Δράσης
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντανί Μπουν
- ΚΑΣΤ: Αλίς Πολ, Ντανί Μπουν, Μισέλ Μπλαν, Ιβάν Ατάλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Αδέξια αστυνομικίνα, που θέλει με πάθος να γίνει μέλος του Σώματος των Ειδικών Δυνάμεων, βλέπει το όνειρο της να πραγματοποιείται όταν ο Υπουργός Εσωτερικών… πατέρας της, μην αντέχοντας τις συνεχείς αποτυχίες της στις σχετικές εξετάσεις, κάνει για χάρη της ένα μικρό ρουσφέτι. Ατυχές το timing, όμως, καθώς πάνω στην ίδια περίοδο συμμορία τρομοκρατών κάνει την απειλητική της εμφάνιση στους δρόμους του Παρισιού.
Έχει πλάκα κατά μία άποψη αυτό το γαϊτανάκι των γαλλικών κωμωδιών του καλοκαιριού, καθώς κάθε επόμενη που βλέπουμε μοιάζει να… δίνει αξία στην προηγούμενη! Δεν έχουν περάσει παρά λιγοστές εβδομάδες από τότε που μιλούσαμε για τον «Αρχιτσιγκούνη» του Ντανί Μπουν και πριν καταφέρουμε να συνέλθουμε ολοκληρωτικά από εκείνη, ιδού και η καινούργια του ταινία, η οποία καταφέρνει να κάνει την προγενέστερη να μοιάζει βγαλμένη μέσα από τις χρυσές σελίδες της φίνας (σαρκασμός) κωμωδίας. Στην προκειμένη, δε, ο Μπουν, φροντίζοντας να μας δικαιώσει σε όσα λέγαμε τότε, καταθέτει απτές αποδείξεις του ματαιόδοξου ταλέντου του (λέτε να μας διαβάζει;), γράφοντας όχι μονάχα το σενάριο ετούτης, αλλά και σκηνοθετώντας την και κρατώντας για τον εαυτό τον βασικό ανδρικό ρόλο, όχι όμως τον απολύτως πρωταγωνιστικό (κάτι που συνηθίζει στα φιλμ που ο ίδιος σκηνοθετεί), τον οποίο παραχωρεί στην Αλίς Πολ. Για να μην σας κρατάμε σε αγωνία (περισσότερος σαρκασμός), να πούμε εξαρχής πως το βασικότερο (ίσως) εκ των χαρακτηριστικών των ταινιών του φυσικά και δηλώνει το παρών κι εδώ, κοινώς… ο Μπουν είναι και πάλι ο γκόμενος (αλίμονο!), με το ειδύλλιο ανάμεσα στο αντίζηλο δίδυμο της υπόθεσης να «φωνάζει» πως έρχεται από το πρώτο δεκάλεπτο.
Το φιλμ είναι ένας συνδυασμός περιπετειώδους αστυνομικής κωμωδίας με ολίγη από ρομάντζο και μερικές πινελιές από screwball. Όσον αφορά το πρώτο είδος, λειτουργεί σαν άτυπο homage απ’ τη μια στα δύο «Μις με το Ζόρι» (αν γυριζόταν και τρίτο, η Πολ θα μπορούσε να είναι… stand-in της Σάντρα Μπούλοκ) κι απ’ την άλλη στο franchise «Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή», με τα αστεία (που περιστρέφονται κυρίως γύρω από τις γκάφες τής έχουσας μεγάλη σιγουριά για τις μάλλον ανύπαρκτες ικανότητές της αστυνομικίνας Ζοανά Πασκουαλί) να είναι πιο ξεθυμασμένα και άγαρμπα κι από αυτά των sequels του αμερικάνικου και δημοφιλούς franchise στα οποία δεν έπαιζε πια ο Στιβ Γκούτενμπεργκ (από το νούμερο πέντε κι έπειτα, δηλαδή – όχι πως τα υπόλοιπα πλην του πρώτου μέρους έσκιζαν κιόλας…). Σε ό,τι έχει να κάνει με το rom com στοιχείο, αλλά και τους υποτιθέμενους πιπεράτους διαλόγους σχετικά με την υπεροχή του ενός φύλου έναντι του άλλου, βασικού χαρακτηριστικού στοιχείου μιας screwball κωμωδίας, αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς προσπαθεί να πετύχει εδώ ο Μπουν, όταν υπάρχουν φιλμ του είδους (ακόμη και) από τη δεκαετία του ’30 που έθεταν σε πρωτοποριακές βάσεις την κοινωνική θέση της γυναίκας. Ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Γάλλος κωμικός είναι εκπαιδευτής των Ειδικών Αστυνομικών Δυνάμεων, ο οποίος από τη στιγμή που είδε τη σύζυγό του να τον εγκαταλείπει για τα μάτια του αδελφού του, δεν είναι καθόλου θετικά διακείμενος προς το γυναικείο φύλο. Το τελευταίο πράγμα που θέλει είναι να εκπαιδεύσει μια εκπρόσωπό του, με το χιούμορ που επιστρατεύεται για να σατιρίσει την κατάσταση αυτή να είναι σταθερά ξεπερασμένο καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και πολύ συχνά ντροπιαστικό για μια σύγχρονη κωμωδία που υποτίθεται ότι καταπιάνεται με την αντιπαλότητα (σε επαγγελματικό επίπεδο και όχι μόνο) ανδρών και γυναικών.
Το χειρότερο όλων, όμως, έρχεται με την τρομοκρατική (#diplhs) σεναριακή υποπλοκή, η οποία θέλει συμμορία Σέρβων κακοποιών να έχει ξεκινήσει σειρά ληστειών στη γαλλική πρωτεύουσα, έχοντας σαν απώτερο στόχο κάτι… πολύ μεγάλο και επικίνδυνο. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, κρίνεται απαραίτητο οι δύο εγκέφαλοι της οργάνωσης να ντυθούν γυναίκες, μπλέκοντας μάλιστα με το Pride Parade του Παρισιού, οδηγώντας τον Ιβάν Ατάλ σε ερμηνευτικό κατάντημα που σε γεμίζει με θλίψη από τη μία, ενώ από την άλλη κάπου σκέφτεσαι πως ο Σωτήρης Μουστάκας του «Γλυκοψεύτη» (ή «Μήτσος ο Ρεζίλης», που είναι και πιο εύγλωττο) δεν απείχε και τόσο από το δίδυμο Τζακ Λέμον / Τόνι Κέρτις του «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό». (Εκ της Διευθύνσεως: Κάποιες από τις γνώσεις των συντακτών σε θέματα της… ελληνικής κινηματογραφίας είναι φρόνιμο να μην δημοσιοποιούνται κατά αυτόν τον τρόπο…)