Ο ΤΡΕΛΟΣ ΠΙΕΡΟ (1965)
(PIERROT LE FOU)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Λικ Γκοντάρ
- ΚΑΣΤ: Ζαν-Πολ Μπελμοντό, Άννα Καρίνα, Γκρατσιέλα Γκαλβάνι, Σάμουελ Φούλερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Πρόσφατα απολυμένος από την τηλεόραση, μετά από party, αποχαιρετά βαρετή σύζυγο και τέκνο για χάρη πρώην ζετέμ, σε μία απόπειρά του ν’ αποδράσει από τη bourgeois ζωή του. Στη Νότια Γαλλία, το δίδυμο θα βρει: χρήμα που φλέγεται, αμάξια που τρακάρουν, Αλγερινούς τρομοκράτες που ψοφάνε.
Μια ταινία είναι σαν ένα πεδίο μάχης. Είναι αγάπη, μίσος, δράση, βία και θάνατος. Με άλλα λόγια: συναίσθημα. Με αυτές τις λέξεις, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ δίνει τον ορισμό του Σάμουελ Φούλερ (που υποδύεται τον εαυτό του στο φιλμ, όπως ο Φριτς Λανγκ στην «Περιφρόνηση») για το σινεμά μέσα από ένα από τα χαρακτηριστικά του φιλμ, τον «Τρελό Πιερό».
Ο Φερντινάντ, γεμάτος πλήξη από το βαρετό μοντέλο ζωής που ακολουθεί, αφήνει την οικογένειά του και φεύγει με νταντά από την Αλγερία, ξεκινώντας μια αλλοπρόσαλλη περιπέτεια μεγάλης «φυγής». Το σενάριο είναι απλό, όπως τα περισσότερα απ’ όσα εντάσσονται στο γαλλικό νέο κύμα, δηλαδή, αλλά με περίτεχνο στιλ κινηματογράφησης και πολλές αναφορές σε έργα Τέχνης άλλων εποχών ή και την περίοδο των ‘60s. Ένας πίνακας του Ντιέγκο Βελάσκεθ, λόγου χάρη, αναλύεται με το κάδρο να συμπεριλαμβάνει τις λεπτομέρειες αυτού, ενώ περιγραφές για την ιστορία του πολιτισμού (από την αρχαιότητα μέχρι και «τον πολιτισμό του κώλου», όπως τον χαρακτηρίζει) δεν απουσιάζουν. Για τον Γκοντάρ, ο Νίκολας Ρέι (ο σκηνοθέτης του «Επαναστάτης Χωρίς Αιτία») είναι το σινεμά και μια αναφορά του σ’ εκείνον δεν θα μπορούσε να λείπει από το φιλμ. Η ευκαιρία να μιλήσει γι’ αυτόν δίνεται σεναριακά, καθώς τα παιδιά του Φερντινάντ επισκέπτονται το σινεμά για τρίτη φορά μέσα στην ίδια εβδομάδα. Ο συμβολισμός είναι διάχυτος, με τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό να βάφει σε μια σκηνή το πρόσωπό του με μπλε μπογιά, στα χρώματα της ελευθερίας, λίγο πριν… ανατιναχθεί! Γι’ αυτό, άλλωστε, μιλά και η ταινία. Για την ελευθερία.
Οι χαρακτήρες, ωστόσο, δεν βρίσκουν χρόνο να αναλυθούν όσο θα ήθελε ο θεατής, καθώς ακόμα και στις σεκάνς που παραπέμπουν σε road movie, τα γεγονότα είναι τόσο τραγικά που εκτός από ελάχιστες στιγμές σε μια παραλία, όπου ο Φερντινάντ συζητά με τη Μαριάν για την αντίληψη για τη ζωή και το μέλλον, οι υπόλοιπες σε κρατούν σε εγρήγορση για το μετέπειτα, αναμεμειγμένες με αναφορές σε συγγραφείς που βοηθούν κατόπιν… ανάλυσής τους να βγάλεις ένα κάποιο τελικό πόρισμα για τον χαρακτήρα των ηρώων και τις αποφάσεις που παίρνουν. Τι εξέλιξη θα έχει η ζωή της Μαριάν, του αδελφού της και της κοινής πορείας του Φερντινάντ μαζί της; Έντονος ο ρομαντισμός, διαφαίνεται ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο αποκαλούν ο ένας τον άλλον. «My girl, Friday», φωνάζει ο Φερντινάντ τη Μαριάν, ενώ εκείνη του απαντά με τ’ όνομα «Πιερό», αφήνοντάς τον να επαναλαμβάνει διαρκώς πως ονομάζεται Φερντινάντ.
Θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τα λόγια του Μπελμοντό για να περιγράψει πόσο ευχάριστα δείχνουν τα χρώματα τούτης της ταινίας στο βλέμμα, πέρα και από (κάθε) εποχή. Ο τρόπος που κοιτά τη Μαριάν, σαν «παλιακό», χολιγουντιανό Technicolor φιλμ, μπορεί να δώσει μια ιδέα του πώς νιώθει κανείς κοιτάζοντας τις έντονες αποχρώσεις και τα φίλτρα που έχει χρησιμοποιήσει ο μάστορας του φακού Ραούλ Κουτάρ.