ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ (1963)
(LE MÉPRIS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Λικ Γκοντάρ
- ΚΑΣΤ: Μπριζίτ Μπαρντό, Μισέλ Πικολί, Τζακ Πάλανς, Τζόρτζια Μολ, Φριτς Λανγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Αμερικανός παραγωγός προσλαμβάνει τον Φριτς Λανγκ (αυτοπροσώπως!) για να σκηνοθετήσει μία εκδοχή της «Οδύσσειας» του Ομήρου, αλλά οι καλλιτεχνικές τους διαφωνίες γύρω από το σενάριο φέρνουν στο προσκήνιο έναν συγγραφέα που βιώνει την επερχόμενη διάλυση του γάμου του.
«Το σινεμά υποκαθιστά τον κόσμο όπως τον επιθυμούμε», είχε πει ο Αντρέ Μπαζέν (όπως ακούγεται στα… προφορικά opening credits της «Περιφρόνησης»). Το φιλμ είναι η ιστορία αυτού του κόσμου. Οι πρώτες εικόνες του είναι… πλαστές. Παρακολουθούν ένα κινηματογραφικό συνεργείο σε γύρισμα. Ο φακός του Ζαν-Λικ Γκοντάρ αποτυπώνει το κοντινό της κάμερας που τραβά το φιλμ μέσα στο φιλμ. Ο opérateur της στρέφεται προς τη μεριά μας. Οι δύο κάμερες συναντιούνται. Ο Γκοντάρ ειρωνεύεται και το σινεμά και τη ζωή.
Είναι αρκετά εύκολο να αποδομήσεις (και) τούτο το έργο του Γκοντάρ, τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της καριέρας του, την οποία ο δημιουργός της… μίσησε που γύρισε! Αν βγάλεις απ’ έξω τη Θεία μουσική του Ζορζ Ντελρί (και ειδικά το θέμα της Καμίγ, που ο Μάρτιν Σκορσέζε δεν άντεξε και «δανείστηκε» για το «Casino» του, το 1995), το γυμνό κορμί της Μπριζίτ Μπαρντό (κατ’ επιμονή των παραγωγών, για να… διασώσουν ό,τι μπορούσαν από την ταινία εμπορικά) και το αρχιτεκτονικό αριστούργημα της Casa Malaparte στο Κάπρι (ως το φυσικό décor των πιο εντυπωσιακών εικόνων του φιλμ), τι μένει; Μία σχεδόν κατακρεουργημένη διασκευή του βιβλίου «Il Disprezzo» του Αλμπέρτο Μοράβια και ένα γιγαντιαίο «τρολάρισμα» του Γκοντάρ απέναντι σε παραλληλισμούς ζωής και τέχνης (που ξεπουλιέται), το οποίο συνοψίζεται σε μία μόλις ατάκα του Αμερικανού παραγωγού Τζέρεμι (ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Τζακ Πάλανς): «Όποτε ακούω τη λέξη ‘κουλτούρα’, βγάζω το καρνέ των επιταγών μου»! Ακόμα πιο κυνική η απάντηση του (ίδιου του) Φριτς Λανγκ: «Πριν από χρόνια, μερικά φρικτά χρόνια, οι Ναζί έβγαζαν έξω τα revolver τους αντί για καρνέ επιταγών…».
Σχεδόν στο ένα τρίτο της αφήγησης της «Περιφρόνησης», ο Γκοντάρ «σπαταλά» τον χρόνο του για να εκφράσει (μάλλον) προσωπικές αγωνίες και διαφωνίες που αφορούν τη σχέση του με την τότε σύζυγό του Άννα Καρίνα (διόλου τυχαία η «μεταμόρφωση» της Μπαρντό με μελαχρινή περούκα στην αντίστοιχη σεκάνς, θυμίζοντας την αγαπημένη πρωταγωνίστρια του σκηνοθέτη), ενώ αργότερα ο χαρακτήρας του συγγραφέα Πολ (Μισέλ Πικολί) της απευθύνει το ερώτημα: «Γιατί δεν μ’ αγαπάς πια;». «Έτσι είναι η ζωή», του απαντά η Καμίγ (Μπαρντό), περιφρονώντας μια εξήγηση σχετικά με το επερχόμενο φινάλε του γάμου τους.
Τα γυρίσματα της ταινίας μέσα στην ταινία ολοκληρώνουν τούτη την… «Οδύσσεια» του Γκοντάρ με πλέον εμπορικούς παραγωγούς της εποχής και τις διόλου καλλιτεχνικές υποχρεώσεις απέναντι στο μεγάλο budget (διαφωνούσε ακόμη και με την επιλογή του CinemaScope format) και τα καπρίτσια μιας star / πρωταγωνίστριας (την οποία καταδίωκαν σε βαθμό εφιαλτικής σύγχυσης άπειροι paparazzi στο Κάπρι). Ο Λανγκ ετοιμάζει το πλάνο του βλέμματος του Οδυσσέα προς την πατρίδα του, την Ιθάκη. Στα 73 του χρόνια, ο Γερμανός θρύλος του σινεμά είχε να σκηνοθετήσει από το 1960 στην πραγματικότητα, καθώς ήταν σχεδόν τυφλός, πια. Ναι, είναι ένα έργο βαθύτατης ειρωνείας. Και μελαγχολίας.