PHILOMENA (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στίβεν Φρίαρς
- ΚΑΣΤ: Τζούντι Ντεντς, Στίβεν Κούγκαν, Σόφι Κένεντι Κλαρκ, Μπάρμπαρα Τζέφορντ, Άννα Μάξγουελ Μάρτιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Απολυμένος του πολιτικού ρεπορτάζ αναλαμβάνει ανθρωποκεντρικό θέμα και αναζητά το νόθο «αμαρτωλής», ανύπανδρης μητέρας, την οποία ξεγέλασαν οι καλόγριες της μονής που τη φιλοξενούσε και… πούλησαν το αγοράκι της σε ζευγάρι Αμερικανών. Τι θα ανακαλύψουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού;
Ο Στίβεν Φρίαρς «μαθήτευσε» στη βρετανική τηλεόραση (κυρίως σκηνοθετώντας τηλεταινίες στα 70’s). Εκεί, προφανώς, έμαθε δύο πολύ σημαντικά πράγματα: ότι μια ταινία χρειάζεται μια γερή ιστορία, την οποία θα μπορείς να αφηγηθείς και να ελέγξεις μέσα σε ένα λογικό πλαίσιο διάρκειας, δίχως πλατειασμούς που στο σπίτι θα σε υποχρέωναν να «τιμωρήσεις» ένα δημιουργό με το απλό πάτημα ενός κουμπιού. Ήταν χαρακτηριστικά που έδειχνε να κατανοεί από τα πρώτα του, θυμωμένα (λόγω της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης στη Μεγάλη Βρετανία της δεκαετίας του ’80 και… της Θάτσερ) κινηματογραφικά βήματα. Ο Φρίαρς δεν υπηρέτησε ποτέ μια συγκεκριμένη φόρμα, πειραματίστηκε με τα είδη, έκανε λάθη, όμως, παρατηρώντας τη φιλμογραφία του αντιλαμβάνεσαι ότι μιλάμε για περίπτωση σκηνοθέτη που θα δεχόταν και την «παραγγελιά», αρκεί να τον ενέπνεε η διαφορετική «δοκιμασία» τής αφήγησης της κάθε ιστορίας. Η «Philomena», ευτυχώς, διαθέτει μια ωραία ιστορία. Γι’ αυτό και η θέση του απέναντι στην κεντρική ηρωίδα αλλά και την πλοκή του φιλμ χαρακτηρίζεται από άνεση και αρμονικότητα. Μέχρι το τελευταίο μέρος, στο οποίο εμφανίζονται συγκρουσιακά ζητήματα από… όλες τις κατευθύνσεις.
Η Φιλομίνα αποτελεί το τυπικό παράδειγμα του «παραστρατημένου» κοριτσιού που δοκίμασε τις χαρές του σεξ, αλλά την πλήρωσε… με τη μια, σε μια περίοδο κατά την οποία η λαϊκή οικογένεια μιας ανύπανδρης, teenage μητέρας θα έπρεπε να αντέξει την κοινωνική κριτική (πόσω μάλλον την ντροπή). Στη δεκαετία του ’50, μια τέτοια κοπέλα θα πετιόταν στους δρόμους και θα ζητούσε καταφύγιο σε ένα μοναστήρι. Εδώ προσθέτουμε τον παράγοντα της θρησκείας και δη τον καθολικισμό της αλύτρωτης ενοχής.
Ο Φρίαρς ξετυλίγει με απολαυστικό τρόπο τη δραματική εξέλιξη του παρελθόντος της Φιλομίνα, συστήνοντας παράλληλα τους χαρακτήρες τού σήμερα και ακολουθώντας τους στις έρευνές τους να εντοπίσουν τα ίχνη ενός 50χρονου, πλέον, άνδρα, ο οποίος μετακόμισε ως υιοθετημένο αγοράκι στις ΗΠΑ και ποτέ ξανά δεν κατάφερε να συναντήσει την πραγματική του μητέρα. Η ιστορία δεν προσεγγίζεται με μελό διάθεση, το χιούμορ προσγειώνεται αναπάντεχα, κυρίως μέσα από τους διαλόγους, οι ήρωες μας γίνονται γνώριμοι, ολοκληρώνονται και τα μπρος – πίσω της αφήγησης χτίζουν ενίοτε και μια διάσταση σασπένς.
Σταδιακά, παίζοντας με το ρόλο ενός άθεου και γενικότερα κυνικού με τη ζωή ρεπόρτερ στον αντίποδα της γηραιάς και συμπαθεστάτης Φιλομίνα, ο Φρίαρς αποκαλύπτει τον πραγματικό στόχο τού σεναρίου, που, φυσικά, δεν είναι η εύρεση του χαμένου υιού της ηρωίδας, αλλά η διαδρομή κατά την οποία τα δύο κεντρικά πρόσωπα θα οδηγηθούν στη συμφιλίωση με έναν δικό τους, εσωτερικό εχθρό, ο οποίος ταλανίζει την ψυχή τους. Υπάρχει ένα όμορφο συναίσθημα, της θετικής αύρας που ο Φρίαρς θέλει να «δει» να βγαίνει μέσα από τη Φιλομίνα και το Μάρτιν, η οποία συντροφεύει το έργο σα δύναμη αγάπης, κατανόησης και συγχώρεσης, κάτι που στην πραγματικότητα με δυσκολία θα (ίσως και όχι) αποδεχθούν αυτοί οι δύο χαρακτήρες. Υπάρχει μια ευγένεια που σπανίζει στο σημερινό σινεμά και έχει τις καταβολές της στην κλασική βρετανική παράδοση. Και αυτό που θα σε νοιάξει και θα σε συγκινήσει στο φινάλε είναι το ενδιαφέρον που σου μεταδίδει το φιλμ για τον άνθρωπο. Που έχει ξεχάσει να ενδιαφέρεται για το ίδιο του το είδος.
Και πάλι, ευτυχώς που η ιστορία πείθει και βγάζει ανατροπές κι αλήθειες ώριμες, συνδυάζοντας το ουμανιστικό με το ελαφρύ (αλλά φλεγματώδες) χιούμορ και τηρώντας τις κατάλληλες ισορροπίες, οι οποίες διαταράσσονται προς το τελευταίο μέρος του φιλμ, όταν πολλά μέτωπα συγκρούονται ή παλεύουν να πάρουν το πρώτο χέρι στα μηνύματα, με το Φρίαρς να μην έχει (ή να επιθυμεί να) λάβει τη θέση τού τελικού κριτή όλων. Ως καλός εξομολογητής, ακούει, αλλά δεν προσφέρει τη λύτρωση. Η πορεία ολοκληρώνεται, τα θρησκειακά ζητήματα δε θίγονται (έστω, όμως, ξεγυμνώνονται από τα άλλοθι της Πίστης), η λύση του «μυστηρίου» παραμένει στο πλαίσιο του τραγικού και… η ζωή συνεχίζεται. Σχεδόν το ίδιο μπερδεμένη, όπως ήταν και από την αρχή της ταινίας.