PARKER (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τέιλορ Χάκφορντ
- ΚΑΣΤ: Τζέισον Στέιθαμ, Τζένιφερ Λόπεζ, Μάικλ Τσίκλις, Γουέντελ Πιρς, Κλίφτον Κόλινς Τζούνιορ, Μπόμπι Καναβάλε, Νικ Νόλτε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Εξαπατημένος από τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας του μετά από μια πετυχημένη ληστεία, ο Πάρκερ γλιτώνει απ’ το θάνατο και επιστρέφει για να πάρει εκδίκηση, αφήνοντας πίσω του μονάχα πτώματα.
Ο ήρωας που έπλασε ο Ντόναλντ Γουέστλεϊκ και είδαμε ξανά στο σινεμά με ερμηνευτές το Λι Μάρβιν (στο «Point Blank» του 1967) και το Μελ Γκίμπσον (στο «Payback» του 1999), μεταξύ άλλων, επιστρέφει για μια περισσότερο εκσυγχρονισμένη εκδοχή pulp μεταφοράς στη μεγάλη οθόνη, φανερώνοντας είτε μια κόπωση στο genre είτε την αστοχία του γηραλέου Τέιλορ Χάκφορντ, ο οποίος πρέπει να είχε κατά νου το δικό του «Against All Odds», με τη διαφορά ότι εκείνο γυρίστηκε… το 1984! Και με καλύτερα υλικά από τούτο εδώ…
Η αρχική σεκάνς της ληστείας του Ohio State Fair δε φανερώνει καμία μαστοριά από άποψης σασπένς, κυρίως συστήνει τα μέλη της συμμορίας με μια υποψία προφίλ ψυχολογίας χαρακτήρα, για να γνωρίζεις τι είναι ικανός να κάνει στη συνέχεια ο καθένας από δαύτους, ξεχωρίζοντας τον κακό της παρέας (Τσίκλις), ο οποίος επιχειρεί να ξεφορτωθεί για πάντα τον Πάρκερ (Στέιθαμ), έτσι ώστε να εκμεταλλευτεί το μερτικό του για το επόμενο, μεγαλύτερο χτύπημα, με λάφυρα μια πανάκριβη συλλογή κοσμημάτων που βγαίνει σε δημοπρασία στο Παλμ Μπιτς.
Μέχρι ν’ ανακαλύψει το location αυτό, ο Πάρκερ έχει κάνει λίμπα τον υπόκοσμο για να βρει τα ίχνη της συμμορίας του, με ένα hitman να τον έχει στο κατόπι. Η σκηνή της πάλης αυτών των δύο είναι ό,τι πιο βίαιο και εντυπωσιακό διαθέτει το φιλμ του Χάκφορντ, δε χαρίζεται σε μπουνίδι, αίμα και πόνο, και κορυφώνεται ιδιαίτερα… απογειωτικά! Η υπόλοιπη ταινία ακολουθεί την πεπατημένη μιας φόρμουλας δράσης που παραπέμπει σε μπιμουβιά που, όμως, περνιέται για «αστεράτο» έργο.
Η Λόπεζ, στο ρόλο της μεσίτριας που θα γίνει το δεξί χέρι του Πάρκερ, έχει την καπατσοσύνη να «το παίξει» με ύφος comedienne, δεν τρώει τα μούτρα της, όμως, το πάει τόσο έξω από τις προθέσεις και το είδος του φιλμ, που στο φινάλε μοιάζει σα να βγήκε από άλλη ταινία (ενώ ξέρουμε πόσο ικανή μπορεί να είναι σε crime movie, βλέπε «Out of Sight»). Όσο για το Στέιθαμ, δε δείχνει τον παραμικρό ενθουσιασμό σε επίπεδο υποκριτικής και περιφέρεται ως μια σκληροτράχηλη… μάσκα. Την ίδια βαρεμάρα επιδεικνύει και ο Τσίκλις, που έχει βάλει μερικές από τις γκριμάτσες θυμού τού (τηλεοπτικού και εξαιρετικού) «The Shield» στον αυτόματο πιλότο.
Στον τομέα ψυχαγωγία, το «Parker» δεν παρέχει πολύ περισσότερα πράγματα από ένα φιλμ που θα έβλεπες στο χαλαρό από τηλεοράσεως, σε φάση αποχαύνωσης ή μερικής νύστας. Πλάκα-πλάκα, η πιο εγκληματική πράξη ολόκληρης της ταινίας είναι… το δίωρο που έκλεψε από τη ζωή μου! Εσύ, μπορείς να λάβεις τα μέτρα σου, νομίζω.