ΠΑΝΤΙΝΓΚΤΟΝ 2 (2017)
(PADDINGTON 2)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Οικογενειακή Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Κινγκ
- ΚΑΣΤ: Μπεν Γουίσο (φωνή), Χιου Γκραντ, Χιου Μπόνβιλ, Σάλι Χόκινς, Σάμιουελ Τζόσλιν, Τζούλι Γουόλτερς, Μαρί-Φρανς Αλβάρεζ, Σαντζίβ Μπασκάρ, Μπεν Μίλερ, Τζέσικα Χάινς, Ρόμπι Τζι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ο μικρός, πολυαγαπημένος αρκούδος Πάντινγκτον Μπράουν δουλεύει πολύ και… ξεκαρδιστικά για να μαζέψει τα χρήματα να αγοράσει το σπάνιο βιβλίο που έχει βάλει στο μάτι ως δώρο γενεθλίων στη θεία Λούσι. Όταν, όμως, μυστήριος τύπος το κλέβει, ο Πάντινγκτον μπαίνει σε μεγάλους μπελάδες.
Το «Πάντινγκτον 2» είναι από εκείνες τις ταινίες που σκαρφίζονται ένα ακούραστο χαμόγελο, το απλώνουν στο πρόσωπό σου και το κρατούν εκεί καθ’ όλη τη διάρκειά τους και ακόμα περισσότερο: κάθε φορά που κάτι συμβαίνει εκεί έξω, στην πραγματική ζωή, και συνειρμικά το μυαλό πάει στις περιπέτειες του μικρού αρκούδου, αναζητώντας γλυκιά ανακούφιση. Με άλλα λόγια, είναι μια από εκείνες τις κινηματογραφικές εμπειρίες που σε συνεπαίρνει αμαχητί στον κόσμο της, ικανή να σε κάνει να πλαντάξεις στο κλάμα και από τα γέλια και από τη συγκίνηση. Αβίαστα. Σε όποιο ηλικιακό group κι αν ανήκεις.
Είναι επίσης ένα από εκείνα τα sequels που προκύπτουν… καλύτερα από το πρωτότυπο φιλμ! Πιο κατασταλαγμένο στις προθέσεις του, πιο έμπειρα καλοκουρδισμένο και – τουλάχιστον – εξίσου ευφάνταστο, μπορεί να μην σου αλλάξει τη ζωή αλλά σίγουρα θα σου φτιάξει τη μέρα, την εβδομάδα, τον μήνα, τον χρόνο, ίσως και τα χρόνια σου όλα. Γιατί πέρα από την εύστοχη δημιουργική έμπνευση που αντλεί προφανώς αλλά με σεβασμό από τα ομότιτλα σήματα κατατεθέντα της βρετανικής κουλτούρας βιβλία του Μάικλ Μποντ, δεν αγνοεί, ούτε στο ελάχιστο, ότι αποτελεί (επίσης και βασικά) κινηματογραφικό έργο. Τουτέστιν, δεν είναι απλά μεταφορά λατρεμένης (παιδικής) λογοτεχνικής σειράς στη μεγάλη οθόνη. Είναι κυρίως ένας απολαυστικός, εφευρετικά μεταμοντέρνος φόρος τιμής στο κλασικό είδος της σωματικής κωμωδίας, έτσι όπως αυτό γεννήθηκε και ανδρώθηκε στο σινεμά του Χοντρού και του Λιγνού, του Μπάστερ Κίτον ή του Τσάρλι Τσάπλιν.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι διάλογοι μεταξύ των ηρώων του είναι σύντομοι και περιορισμένοι στους απολύτως απαραίτητους. Ή ότι ο Πάντινγκτον είναι πιο ομιλητικός στην (πολύ) περιστασιακή αφήγηση off, ανάγνωση όσων γράφει στη θεία Λούσι. Το «Πάντινγκτον 2», βλέπεις, διηγείται την ιστορία του ουσιαστικά μόνο με τις εικόνες του. Εκμεταλλευόμενο ευφυώς τις χίλιες, αλογόκριτες λέξεις που αξίζει κάθε μία από αυτές. Για να κοινωνήσει εξωφρενικά ξεκαρδιστικές (σαν εκείνη στο μπαρμπέρικο, λίγο μετά την αρχή) ή αναπάντεχα συγκινητικές (σαν την άλλη στο βυθισμένο βαγόνι του τρένου, λίγο πριν το τέλος) ανθολογικές σκηνές slapstick μεγαλοφυίας. Θα μπορούσα να μπω σε περιγραφικές λεπτομέρειες των οπτικών ιδεών καθεμίας από τις δύο παραπάνω ή να σου επιστήσω την προσοχή και σε πολλά άλλα από τα ασύλληπτα συναρπαστικά επεισόδια οπτικοακουστικού κωμικού (και όχι μόνο) μεγαλείου που προσφέρει απλόχερα.
Δεν θέλω, όμως, να σου χαλάσω την έκπληξη ή να μειώσω την αφοπλιστική δύναμη αυτής της ταινίας, να μοιράζεται γόνιμα με όλους και τον καθέναν ξεχωριστά όσα απλά ή σημαντικά… δεν χωρούν στα λόγια.