8½ (1963)
(OTTO E MEZZO)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φεντερίκο Φελίνι
- ΚΑΣΤ: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Ανούκ Εμέ, Κλάουντια Καρντινάλε, Σάντρα Μίλο, Μπάρμπαρα Στιλ, Έντρα Γκέιλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 138'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Ο Γκουίντο Ανσέλμι καταρρέει. Το επόμενο κινηματογραφικό project του, η ζωή του, οι σχέσεις του, το μυαλό του, τα πάντα. Οι μνήμες και οι φαντασιώσεις του μπορούν (κι αντέχουν) να γίνουν το τελευταίο του καταφύγιο;
Το «8½» του Φεντερίκο Φελίνι ξεκινά σαν ένα άσχημο όνειρο. Ένας άνδρας παγιδευμένος στην επίγεια κόλαση της κυκλοφοριακής κίνησης (αλλά ακόμη και μέσα στο ίδιο του το αμάξι) κάνει μία απεγνωσμένη προσπάθεια να αποδράσει από τον θνητό περίγυρό του και ίπταται προς τους ουρανούς, όμως το πόδι του είναι δεμένο σε ένα σχοινί που ακουμπά στη γη και ο έλεγχος της ύπαρξής του δεν του ανήκει. Όπως ένας χαρταετός, ο κεντρικός ήρωας της ταινίας μπορεί να συνεχίσει να πετά «ελεύθερος» μα απόλυτα εξαρτημένος από εκείνους που θα κρατήσουν τα ηνία της ζωής του ή θα βρεθεί μόνος, αντιμέτωπος με τους νόμους της βαρύτητας, καταλήγοντας σε μία οριστική πτώση. Πίσω στην πραγματικότητα, ο 43χρονος Γκουίντο βρίσκεται ανάμεσα σε μία ομάδα γιατρών που τον κουράρουν, επιχειρούν να τον επαναφέρουν στην κανονικότητα και τον ρωτούν αν ετοιμάζει «ακόμη μία ταινία γεμάτη απελπισία».
Η δεύτερη περίοδος στη φιλμογραφία του Φελίνι ανοίγει επίσημα με μια «ωραία σύγχυση» (όπως ήταν ο αρχικός τίτλος της ταινίας). Έχουν προηγηθεί οι ιστορίες του ιταλικού μικρόκοσμου, της λαϊκής κοινωνίας ανθρώπων που εξαπατούν, κλέβουν ή καταστρέφουν για το προσωπικό τους όφελος, μέσα σε ένα lumpen πλαίσιο πραγματικότητας, με ήρωες που ο δημιουργός τους αγάπησε, λυπήθηκε και ενίοτε λύτρωσε, χωρίς να τους παρείχε απαραίτητα την ευτυχία. Μέχρι την επική τοιχογραφία της αμέσως προηγούμενης δουλειάς του, του «La Dolce Vita» (1960), ενός κολοσσιαίου έργου για τη Ρώμη, τη θρησκευτική Πίστη, την Τέχνη, τις τάξεις των ανθρώπων και τα υπαρξιακά τους προβλήματα. Αντιμετωπίζοντας τούτο το φιλμ με καθαρό και τίμιο βλέμμα, αισθάνεται κανείς πως αμέσως πριν ο Φελίνι είχε βιώσει το πρώτο του μεγάλο «άδειασμα». Για να καταλήξει στην ανάγκη να σκηνοθετήσει το «8½». Για να θεραπευτεί από το βάρος των ευθυνών του. Όπως ο Γκουίντο.
Ο Φελίνι εικονογραφεί εδώ έναν εσωτερικό μονόλογο, γεμάτο εξπρεσιονιστικές υπερβολές και σουρεαλιστικά όνειρα / εφιάλτες. Οι παιδικές αναμνήσεις και οι ενήλικες νευρώσεις του παρελαύνουν στην οθόνη σαν ανασκόπηση ζωής, μέσω ενός φανταστικού σκηνοθέτη ονόματι Γκουίντο Ανσέλμι (ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ως το τέλειο φελινικό alter ego, που σχεδόν ματαιόδοξα κολακεύει με τη γοητεία του τον δημιουργό). Στη σκηνή μπαίνουν όλα τα πρόσωπα της ζωής του (με τις γυναίκες να βρίσκονται πάντα σε πρώτο πλάνο, σαν ένα «χαρέμι» που τον βασανίζει να διαλέξει ποια θα σταθεί δίπλα του, ποια θα είναι η πρωταγωνίστριά του και σε ποιαν θα ανήκει η καρδιά του), ο Γκουίντο / Φεντερίκο ζητά συγγνώμη από τους ήρωές του κι ένας χορός συμφιλίωσης με τη ζωή (ή μήπως με τον θάνατο;) κλείνει το φιλμ με τρόπο μαγικό.
Το «8½» θα έρχεται πάντοτε να μας θυμίζει τα αδιέξοδα της κρίσης, στη ζωή και την Τέχνη. Και το τι θα πει φτώχεια στην καλλιτεχνική έκφραση, προφητεύοντας πριν από τόσες δεκαετίες το θανατικό τής δημιουργίας. Ακόμη και χωρίς τις τελευταίες εικόνες του φιλμ, από μόνη της η μουσική του Νίνο Ρότα αρκεί για να σε κάνει να βουρκώσεις και να επιθυμήσεις να κρατήσεις το χέρι του διπλανού σου. Γιατί μέχρι και σήμερα (ακόμη πιο έντονα) το ζούμε αυτό το πένθος…