ΟΙ ΜΗΤΕΡΕΣ ΜΑΣ (2020)
(NUESTRAS MADRES)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σέσαρ Ντίας
- ΚΑΣΤ: Αρμάντο Εσπίτια, Έμμα Ντιμπ, Αουρέλια Καάλ, Χούλιο Σεράνο Ετσεβερία
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 78'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Ανθρωπολόγος ερευνητής του Ιατροδικαστικού Ινστιτούτου της Γουατεμάλας, υπεύθυνος για την ταυτοποίηση αγνοουμένων του εμφυλίου πολέμου της πατρίδας του, ανακαλύπτει στοιχείο το οποίο πιστεύει πως θα τον οδηγήσει στον τάφο του «εξαφανισμένου» πατέρα του. Αποφασίζει να το ακολουθήσει παρά τις αντιρρήσεις, τόσο του προϊσταμένου του, όσο και της μητέρας του.
Είναι μια δύσκολη και ιδιαίτερα ψυχοφθόρα δουλειά αυτή που κάνει ο Ερνέστο. Αναζητά ομαδικούς τάφους, συλλέγει τα οστά που ανακαλύπτει σε αυτούς και προσπαθεί να τα ταυτοποιήσει μέσω ελέγχου DNA με κάποιους εκ των χιλιάδων αγνοουμένων ανταρτών που δολοφονήθηκαν στον Εμφύλιο των αρχών της δεκαετίας του ’80 από τη χούντα του στρατηγού Εφρέν Ρίος Μοντ. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, ο μοναδικός τρόπος εντοπισμού των αγνώστου τοποθεσίας τάφων είναι το χτίσιμο σχέσης εμπιστοσύνης με τους κατοίκους των απομακρυσμένων χωριών της επαρχίας, τα οποία χρησιμοποιούσαν ως ορμητήρια οι αντάρτες. Όταν ο Ερνέστο δέχεται την επίσκεψη μιας αυτόχθονος, κατοίκου ενός τέτοιου οικισμού, ο σύζυγος της οποίας βασανίστηκε και δολοφονήθηκε επειδή έτεινε χείρα βοηθείας στον αντιδικτατορικό αγώνα, συνειδητοποιεί πως η αναζήτηση του τάφου όπου ο άτυχος εκείνος άνδρας θάφτηκε πριν τριάντα πέντε και πλέον χρόνια μπορεί να τον οδηγήσει και σε εκείνον του πατέρα του. Η ελπίδα γεννιέται ξανά για τον Ερνέστο, καθώς η εύρεση του σημείου ταφής του μπαμπά του (τον οποίο ποτέ του δεν γνώρισε), αποτελεί γι’ αυτόν διακαή πόθο. Η ελπίδα, όμως, είναι ένα πράγμα και η πραγματικότητα κάτι εντελώς διαφορετικό.
Με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο εκ Γουατεμάλας προερχόμενος Σέσαρ Ντίας επιθυμεί να ρίξει φως σε μία σκοτεινή όσο και τραγική σελίδα της Ιστορίας της πατρίδας του. Αντιστρέφει κατά κάποιον τρόπο την πλοκή του «Αγνοούμενου» (1982) του Κώστα Γαβρά, καθώς εδώ είναι ο γιος που ψάχνει τον πατέρα και όχι το ανάποδο, αφηγούμενος την ιστορία του στο σύγχρονο παρόν και εμπλουτίζοντάς τη με την παράλληλη πλοκή της δίκης κάποιων στρατιωτών που είχαν εμπλοκή στις σφαγές του Εμφυλίου. Το πρόβλημα σχετικά με αυτό το δεύτερο σκέλος της ταινίας είναι πως το σενάριό της στερείται κοφτερής πολιτικής ματιάς, καθώς τα όσα σχετικά (και σύντομα, αν δεις τη διάρκεια) διαμείβονται εντός του δικαστηρίου, με τη μητέρα του Ερνέστο να είναι μάλιστα από τους βασικούς μάρτυρες (και εξαιτίας αυτού να έχει σημαντικό λόγο ώστε να μην θέλει ο γιος της να ψαχουλεύει το παρελθόν τού συζύγου της), ελάχιστα αποκαλύπτουν για τα χουντικά εγκλήματα. Οι μαρτυρίες που ακούγονται εκεί, δυστυχώς, ταιριάζουν γάντι σε όλες τις (αμέτρητες) δικτατορίες που έχουν διαχρονικά ενσκήψει στις χώρες της Νοτίου και Κεντρικής Αμερικής, χωρίς ο θεατής να μαθαίνει κάτι το σπουδαίο (ειδικά) για όσα έγιναν τότε στη Γουατεμάλα.
Πάει στράφι έτσι το σχετικά ελπιδοφόρο ξεκίνημα για ένα δράμα ενδοσκοπικής αναζήτησης, με φόντο τη γενοκτονία της εμφύλιας διαμάχης. Οι «Μητέρες» του τίτλου ελάχιστα αφορούν την πλοκή, αφού μόνο κατά την επίσκεψη του Ερνέστο στο χωριό των Μάγια, όπου θεωρεί πως θα βρει τον τάφο του πατέρα του, εμφανίζονται οι σιωπηλές ντόπιες γυναίκες, που αφήνεται να εννοηθεί πως κουβαλάνε ένα ανάλογα βαρύ φορτίο για χρόνια στις πλάτες τους. Παραδόξως, μάλιστα, κατά το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ, η μητέρα που θα έπρεπε de facto να ενδιαφέρει εδώ και που δεν είναι άλλη απ’ τη μάνα του Ερνέστο, λάμπει δια της απουσίας της. Όταν μπαίνει επί της ουσίας στην πλοκή (μετά τη μέση της ταινίας), με την αποκάλυψη στην οποία προβαίνει προ του φινάλε, αφενός ελάχιστη συναισθηματική αξία προσδίδει, αφετέρου εμφανίζεται όταν η ταινία μοιάζει πως έχει ήδη ολοκληρωθεί, καθώς τα της δίκης δείχνουν πια εντελώς άσκοπα. Όπως εκτός κλίματος κινείται σταθερά (και) η γλαφυρή φιγούρα του διευθυντή του Ερνέστο, ο οποίος ενώ προΐσταται ενός σημαντικότατου έργου που για τους πολυάριθμους συγγενείς των αγνοουμένων ενέχει χαρακτήρα κάθαρσης και παρηγοριάς, συμπεριφέρεται σαν ένας γραφικός γραφειοκράτης, που το μόνο που τον νοιάζει είναι να χτυπά την κάρτα εργασίας και να φεύγει καρφί για τη siesta του.