NO (2012)
- ΕΙΔΟΣ: Πολιτικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάμπλο Λαραΐν
- ΚΑΣΤ: Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Αλφρέντο Κάστρο, Αντόνια Ζέγκερς, Νέστορ Καντιγιάνα, Λουίς Νιέκο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118ʼ
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Στις 5 Οκτωβρίου του 1988, οι πολίτες της Χιλής είχαν για πρώτη φορά τη δυνατότητα να ψηφίσουν υπέρ ή κατά της συνέχισης της δικτατορίας του Πινοτσέ. Ενόψει του δημοψηφίσματος, η αντιπολίτευση θα στρατολογήσει ένα διαφημιστή για να οργανώσει την καμπάνια της, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ενδιαφέρεται περισσότερο για την προώθηση προϊόντων παρά για την πολιτική, ρισκάροντας τα πάντα στον, ίσως, πιο κρίσιμο αγώνα στη μέχρι τότε Iστορία της χώρας.
Τα πολιτικά γεγονότα της σύγχρονης Iστορίας δεν παύουν ποτέ να δίνουν έμπνευση στο σινεμά και είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς το γιατί. Αρχικά, μία ταινία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα έχει τη δύναμη της αμεσότητας. Επίσης, τα περισσότερα σχετικά γεγονότα χαρακτηρίζονται ήδη, λόγω της φύσης τους, από πολύπλοκες δυναμικές και αντικρουόμενα συμφέροντα, που τους προσδίδουν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία αυξημένη βαρύτητα και αίσθηση σημαντικότητας. Τέλος, κάθε πολιτικό θέμα στον πυρήνα του δεν παύει να αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο, γεγονός που αποδεσμεύει, τελικά, την Ιστορία από κάθε γεωγραφικό πλαίσιο και την ανάγει, με τον κατάλληλο χειρισμό, σε παγκόσμιο ζήτημα.
Στο επίκεντρο του «ΝΟ», βρίσκεται το δημοψήφισμα του 1988 στη Χιλή, που έθεσε τέλος στην περίοδο δικτατορίας του Πινοτσέ και οδήγησε στην εκλογή της πρώτης πολιτικής κυβέρνησης μετά από δεκαπέντε χρόνια. Με αυτή την ταινία, ο Πάμπλο Λαραΐν ολοκληρώνει την τριλογία του για την πατρίδα του (μετά τα «Tony Manero» και «Post Mortem»), εστιάζοντας στο πιο κρίσιμο θέμα της σύγχρονης ιστορίας της. Αντί, όμως, να επιλέξει την οδό της έντονης δραματοποίησης, αποφασίζει να δώσει στην ταινία μια αίσθηση ντοκιμαντέρ, κατεβάζοντας την «ανάλυση» της εικόνας και ενσωματώνοντας αυθεντικό αρχειακό υλικό της εποχής!
Το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει, όντως, ως ένα ντοκουμέντο της εποχής, ακόμα κι αν το μάτι χρειάζεται χρόνο ώστε να προσαρμοστεί στην επιτηδευμένα «κακή» ποιότητα της εικόνας. Το «ΝΟ» θα μπορούσε να ήταν η προβολή της… βιντεοκασέτας μιας οικιακής εγγραφής των γεγονότων, όμως, αυτή η ακριβώς η επιλογή είναι που τονίζει και το ρεαλισμό της ταινίας. Η μετάβαση από τις διαφημίσεις της εποχής και τις εικόνες των κοινωνικών αναταραχών μπλέκουν ανεπαίσθητα με τις σκηνές του σεναρίου και το ικανό μοντάζ διατηρεί τους ρυθμούς πάντα στα ύψη, όπως θα όριζαν οι κανόνες ενός σωστού πολιτικού θρίλερ.
Σηκώνοντας στους ώμους του σχεδόν όλη την ταινία, ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ εξαργυρώνει τη φήμη του ως ένας από τους πιο δημοφιλείς ισπανόφωνους ηθοποιούς. Η ερμηνεία του είναι χωρίς εξάρσεις αλλά μεταδίδει μια φυσική ένταση και το πάθος του ανθρώπου που σταδιακά συνειδητοποιεί πως αλλάζει. Ο χαρακτήρας του ξεκινά πολιτικά αμέτοχος, όμως, σύντομα καταλαβαίνει πως η θέση του τού επιβάλλει να επιλέξει πλευρά. Ο Μπερνάλ θα μπορούσε να ήταν ο… Χιλιανός της διπλανής πόρτας που ξαφνικά αναλαμβάνει μεγάλες ευθύνες.
Ο Λαραΐν, ουσιαστικά, αντιμετωπίζει το δημοψήφισμα ως ένα προϊόν προς διαφήμιση, καταφέρνοντας να μην τονίζει δραματικά τα γεγονότα, πέρα από την ήδη κεκτημένη ιστορική τους βαρύτητα. Η δύναμη της διαφήμισης, η άνοδος του marketing και η χρήση νέων μεθόδων στις πολιτικές εκστρατείες γίνονται οι φορείς της μετάβασης από τη μία πολιτική κατάσταση στην άλλη αλλά και το μέσο κριτικής ή προπαγάνδας, ενημέρωσης ή αποπροσανατολισμού του κοινού. Με αυτή την επιλογή κινηματογράφησης, ο Λαραΐν καταφέρνει να αφαιρέσει τους γεωγραφικούς περιορισμούς του φιλμ και να το μετατρέψει σε μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία για όλον τον κόσμο. Ναι, το «ΝΟ» είναι μια ταινία για τη Χιλή και την Ιστορία της, όμως, θα μπορούσε να αφορά τον οποιονδήποτε.
Παρά την αποπροσανατολιστική μετριότητα της εικόνας του, το «ΝΟ» είναι, τελικά, ένα σφιχτοδεμένο θρίλερ, που μπλέκει ικανά πραγματικότητα και γυρισμένο υλικό, αποφεύγοντας, όμως, να μετατραπεί σε ένα πολιτικό μανιφέστο. Όταν ξεπεραστεί το αρχικό σοκ, η δύναμη της ταινίας γίνεται εμφανής και το «ΝO» εντυπωσιάζει με τη ρεαλιστική ματιά και τους ρυθμούς του, όπως οφείλει ένα σωστό πολιτικό θρίλερ που φαίνεται (και είναι) ανατριχιαστικά αληθινό.