ΝΗΜΑ (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Άγνωστο
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλέξανδρος Βούλγαρης
- ΚΑΣΤ: Σοφία Κόκκαλη
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Από τα χρόνια μιας Δικτατορίας μέχρι την «ευημερία» μιας Μεταπολίτευσης, μια μάνα κι ένας γιος δοκιμάζουν τις αντοχές του δεσμού τους, χωρίς ποτέ να έχει γίνει αισθητό το κόψιμο του ομφάλιου λώρου.
Το σινεμά που κάνει ο Αλέξανδρος Βούλγαρης δεν με εκφράζει. Ενίοτε κατανοώ την προσωπική του αγωνία να εκφραστεί μέσα από τις δουλειές του, προφανώς και έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει, όπως να έχει και τους πιστούς του followers. Απλά, ανήκει σε έναν άλλο «κόσμο». Στο «Νήμα» μοιάζει σαν να κουτουλάει το κεφάλι του για να πονέσει ακόμη περισσότερο, σαν να αναζητά τη σύγκρουση με το παρελθόν, την οικογένειά του, το ίδιο του το φύλο. Είναι σχεδόν προφανείς οι αναφορές της εξομολογικότητάς του, που σε φέρνουν (και) σε λίγο δύσκολη θέση να τις αναλύσεις, να τις διερευνήσεις ή να τις «αποτυπώσεις» σε ένα κείμενο κριτικής. Δεν επιθυμώ να αναλάβω και ρόλο… «ψυχαναλυτή» στην προκειμένη, γι’ αυτό και θα ήθελα να κρατήσω κάποιες αποστάσεις.
Το φιλμ, όπως και τα περισσότερα του «The Boy» (μερικές φορές αισθάνεσαι ακόμη και την ανάγκη του να κρύψει έτσι το αληθινό του πατρώνυμο), αποτελεί ένα υφολογικό πείραμα και σίγουρα αυτό εδώ είναι το αρτιότερό του μέχρι σήμερα. Με μια τάση υπερβολής στα… πολλαπλά ταλέντα του, εδώ υπογράφει τα σκηνικά, το σενάριο, τη σκηνοθεσία και τη μουσική (μαζί με τον Γιάννη Βεσλεμέ, όπως είθισται), ενώ είναι παρών και ηχητικά κατά τη διάρκεια της ταινίας. Εκτός της Σοφίας Κόκκαλη, κανένας ηθοποιός δεν «πρωταγωνιστεί» εντός κάδρου. Τα ως επί το πλείστον κλειστά πλάνα αφαιρούν τη σωματική οντότητα από το περιβάλλον της Νίκης και του Λευτέρη (μάνα και γιος), τους οποίους υποδύεται η Κόκκαλη πάντοτε (στην περίπτωση του έφηβου αγοριού, η ταύτιση της εμφάνισής του με εκείνη του Βούλγαρη δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για το τι ακριβώς παρακολουθείς).
Η μάνα παρουσιάζεται πάντοτε σαν ένα είδος συμβόλου / μάρτυρα του δικτατορικού καθεστώτος, με τον μητρικό της ρόλο να συγκρούεται διαρκώς με τις ανάγκες ενός παιδιού που μεγαλώνει (μάλλον μέσα στον φόβο και με κάποια αίσθηση εγκατάλειψης) λες και καταδιώκεται κι αυτό. Η φόρμα έχει ένα ενδιαφέρον, ευνοείται απίστευτα από τη φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή, αλλά σταδιακά τόσο η εικόνα όσο και το περιεχόμενο σε πετάνε έξω από τούτη την αλληγορία που μπλέκει άδοξα την πολιτική με προσωπικά τραύματα, αποτολμώντας να τοποθετήσει και μια ιστορική περίοδο της Ελλάδας σε ένα φαντασιακό πλαίσιο (ο ίδιος ο Βούλγαρης αποκαλεί το φιλμ «ψυχαναλυτικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας»), το οποίο θα μπορούσε να δουλευτεί με εξυπνάδα ως εύρημα, όμως αιωρείται μοναχό και ξεκάρφωτο, σαν «αστείο». Είναι αλήθεια ότι αν δεν ήταν διάχυτη η εντύπωση του αυτοαναφορικού στοιχείου, θα λέγαμε πως ο δημιουργός τούτης της ταινίας σπάει πλάκα (και μαζί μας, προφανώς). Τουλάχιστον, εγώ γέλασα με το που άκουσα τη «Συννεφιά» με τη Μαριάντζελα.
Το ότι δεν θυμόμουν τίποτα μετά το φινάλε του «Νήματος» είναι ό,τι πιο τίμιο έχω να πω. Και, φυσικά, με δυσκόλεψε. Θα έλεγα και κάτι για την εμφάνιση των λογοτύπων του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της ΕΡΤ στα end credits, αλλά… ας κρατήσω χαρακτήρα.