ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ (1971)
(DEATH IN VENICE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λουκίνο Βισκόντι
- ΚΑΣΤ: Ντερκ Μπόγκαρντ, Μπιορν Αντρέσεν, Σιλβάνα Μάνγκανο, Μαρίζα Μπέρενσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE
Ηττημένος από τη ζωή και την τέχνη του, ένας μεσήλικας συνθέτης αναζητά πρόσκαιρο καταφύγιο σε μία χολερική Βενετία που σκορπά θάνατο μέσα στην αιώνια ομορφιά της.
Είναι ένα πραγματικό μυστήριο η γοητεία που ασκεί αυτό το έργο, μέχρι και σήμερα. Το θυμάμαι με νοσταλγία και αναμνήσεις θετικές, από τα χρόνια των προβολών του στα θερινά του κέντρου της Αθήνας. Το θυμάμαι και να παρακμάζει στη μνήμη μου, να φαντάζει αφόρητο και υπερβολικά στημένο. Και με κάθε επόμενη φορά που το ξαναπαρακολουθώ, να επιστρέφω στη γοητεία (του). Και ουχί επειδή… «απ’ τον εξώστη εκείνο βλέπω την ίδια ταινία, κάθε καλοκαίρι το ‘Θάνατο στη Βενετία’», που έλεγε και ο Κωνσταντίνος Βήτα στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ούτε καν βισκοντικός δεν έχω υπάρξει στη ζωή μου!
Η φετινή επανέκδοση της ονομαστής καλλιτεχνικής επιτυχίας του Λουκίνο Βισκόντι με οδήγησε σε μία εκ νέου θέαση, που αρχικά δεν φάνταζε ευχάριστη. Παρά τη φήμη τής διάσημης πορείας του στα θερινά σινεμά, εννοείται ότι δεν μιλάμε για φιλμ το οποίο συνιστάται να δεις καλοκαιριάτικα! Κι όμως, τούτη η επανάληψη σχεδόν μου άνοιξε τα μάτια, ξανά. Όπως η εικόνα που αχνοφαίνεται στα opening credits, λες και τα βλέφαρα ανοίγουν δειλά-δειλά για να υποδεχτούν το θαλασσινό τοπίο και το πλοίο που πλησιάζει τη Βενετία, για να βιώσουν μία άλλη εποχή κι έναν κόσμο νοσταλγίας που μέσα στην ομορφιά του κρύβει την αρρώστια και το θανατικό, το βλέμμα μου αμέσως παρασύρθηκε από το CinemaScope του Πασκουάλε Ντε Σάντις, με το «Adagietto» της 5ης Συμφωνίας του Μάλερ να με χαστουκίζει με συναισθήματα.
Κατηγορημένος για μία στιλιστικά «κούφια» απλοποίηση του βιβλίου του Τόμας Μαν, μετατρέποντας τον συγγραφέα τού κεντρικού ήρωα σε συνθέτη (με το ίδιο όνομα του Μάλερ, παρακαλώ) και εμμένοντας σε μία έκδηλη έκφραση ομοφυλοφιλικής (και σχεδόν παιδεραστικής) επιθυμίας, ο Βίσκοντι ρίσκαρε πολλά, κάπου εξακολουθεί να χάνει (τα flashback της οικογενειακής ευτυχίας αλλά και της πένθιμης κατάρρευσης του Γκούσταβ δείχνουν απομονωμένα από την υπόλοιπη αφήγηση του φιλμ και μετά βίας προσθέτουν έναν κάποιο τόνο ψυχισμού στη φιγούρα του αινιγματικού Ντερκ Μπόγκαρντ), κάπου σε κερδίζει (η αξία της εικαστικότητας του έργου παραμένει αναλλοίωτη), αλλά και σε θλίβει ανυψωτικά (οι αμίλητες σκηνές στις οποίες ο Γκούσταβ γίνεται ένας ερωτευμένος stalker για τον νεαρό Τάτζιο, ανέτοιμος να τον προσεγγίσει σεξουαλικά, μα κυριευμένος από ένα μείγμα φθόνου και λατρείας απέναντι στο αντικείμενο του πόθου του).
«But now the autumn leaves are turning to the color of rust
I’m getting jealous for youth’s first yearnings for lust
I want to live
I want to live
But I ain’t a big enough man to do anything other than think»
Jealous of Youth, Ματ Τζόνσον
Βέβαια, ακόμη και το point of view της ιστορίας ξέχωρα από σεξουαλικούς «υπαινιγμούς» αποκαλύπτει ένα επίσης έξοχο σχόλιο επάνω στον χαμένο χρόνο και την ήττα της θνητότητας, καθώς ο Γκούσταβ προσπαθεί να ρουφήξει τη νιότη και την ομορφιά τού Τάτζιο σαν ένα βαμπίρ που διψά για αίμα, αλλά μοιάζει να μην έχει ποτέ τη νύχτα με το μέρος του για να δράσει. Καθώς η Βενετία βυθίζεται στη σήψη και τη μυρωδιά του θανάτου από τη χολέρα που αποδεκατίζει κατοίκους κι επισκέπτες, οι εικόνες του Βισκόντι δένουν ακόμη πιο έντονα με το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του Μάλερ κι εσύ περιμένεις τη λύτρωση με τον χειρότερο πιθανό τρόπο. Τελικά, ίσως και να μην ήταν ποτέ ένας έρωτας, αλλά το μνημόσυνο ενός έρωτα που δεν γνώρισε ποτέ ο Γκούσταβ. Τι κρίμα στη ζωή, να «φεύγεις» χωρίς να το έχεις μάθει…