Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΜΑΙΓΚΡΕ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ ΚΟΠΕΛΑΣ (2022)
(MAIGRET)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πατρίς Λεκόντ
- ΚΑΣΤ: Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Ζαντ Λαμπέστ, Μελανί Μπερνιέ, Ορόρ Κλεμάν, Πιέρ Μουρ, Ανν Λουαρέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Πτώμα νεαρής κοπέλας ανακαλύπτεται σε δρόμο του Παρισιού, με τα στοιχεία που αφορούν στην ταυτότητά της να περιορίζονται… σ’ ένα φόρεμα. Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ καλείται να ξετυλίξει το κουβάρι της δολοφονίας.
Από τους πλέον διάσημους ντετέκτιβ της αστυνομικής λογοτεχνίας, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ έχει τύχει δεκάδων κινηματογραφικών και τηλεοπτικών μεταφορών. Ο ηθοποιός που έχει ταυτιστεί περισσότερο μαζί του είναι ο Ζαν Γκαμπέν, ο οποίος από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 τον υποδύθηκε σε τρεις ταινίες, ενώ ο τελευταίος είναι ο Ρόουαν Άτκινσον (!), για τις ανάγκες ενός mini TV series. Ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ με τούτο τον «Μαιγκρέ» έρχεται να προσθέσει το όνομα του στην αλυσίδα εκείνων οι οποίοι ενσάρκωσαν τον ντετέκτιβ που έπλασε η πένα του Ζορζ Σιμενόν. Αν ως επιλογή ηθοποιού μοιάζει ίσως προφανής και αναμενόμενη, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τον Πατρίς Λεκόντ, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία του εγχειρήματος. Πρόκειται για απροσδόκητη επανεμφάνιση του ειδικευμένου στην μπαλαφάρα Γάλλου σκηνοθέτη (κατά την πρώτη περίοδο της καριέρας του, τουλάχιστον), αφού οι καλές του μέρες σταματούν με το γύρισμα το περασμένου αιώνα. Με τον «Μαιγκρέ», μάλιστα, ο βετεράνος auteur επιχειρεί επιστροφή στις μέρες του αστυνομικού θρίλερ, τις οποίες για δεκαετίες ολόκληρες είχε ξεχάσει.
Η ιστορία της «Νεκρής Κοπέλας» διαδραματίζεται κάπου στο ’50. Ο διάσημος επίτροπος της Αστυνομίας του Παρισιού, Ζιλ Μαιγκρέ, βρίσκεται ένα βήμα πριν από τη συνταξιοδότησή του. Καθώς έχει γεράσει, δείχνει να έχει χάσει κάθε κέφι για ζωή, με την προσωπική τραγωδία της απώλειας του γιου του να τον έχει βαρύνει σε βαθμό επικίνδυνο. Όταν το μαχαιρωμένο σώμα ενός αγνώστου ταυτότητας νεαρού κοριτσιού ανακαλύπτεται σε σκοτεινό δρομάκι της πρωτεύουσας, ο Μαιγκρέ αναλαμβάνει προσωπικά τις έρευνες. Βάζοντας σε τάξη τα ελάχιστα στοιχεία τα οποία καταφέρνει να ξετρυπώσει σχετικά με το έγκλημα, αντιλαμβάνεται πως η νεκρή είχε κάποιου είδους σχέση με αριστοκρατικής καταγωγής νεαρό ζευγάρι, που εντός ολίγων εβδομάδων πρόκειται να παντρευτεί. Η υπερπροστατευτική μητέρα του γαμπρού, εν τούτοις, δεν φαίνεται να είναι και τόσο χαρούμενη με την πιθανότητα εμπλοκής του γιόκα της σε σκάνδαλο, λίγες μέρες μάλιστα πριν την ημερομηνία του γάμου του.
Ο Λεκόντ αναζητά μια προσέγγιση της φιγούρας του Μαιγκρέ, όπου το λυκόφως της ζωής του ντετέκτιβ αντιπαραβάλλεται με την νοσταλγία, τη θλίψη και τη μετάνοια, με τρόπο που φαίνεται να επηρεάζει την επίλυση της υπόθεσης. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα το φιλμ να αναδύει μια ασφυκτική αίσθηση κατάθλιψης, ακολουθώντας έναν ρυθμό που ταιριάζει γάντι στον βηματισμό του υπέρβαρου (εδώ και χρόνια…) Ντεπαρντιέ. Περισσότερο δηλαδή από αστυνομικό θρίλερ, ο «Μαιγκρέ» μοιάζει με ψυχόδραμα που στο περιτύλιγμά του φέρνει μια λανθάνουσα αύρα μυστηρίου. Τόσο λανθάνουσα, που καταλήγει… αόρατη, μιας και από τη πρώτη στιγμή που γαμπρός και μάνα λαμβάνουν θέση χαλαρής ανάκρισης έναντι του Μαιγκρέ, κάνει «μπαμ» το τι έχει συμβεί. Η χρησιμοποίηση νεαρής κοπέλας σε ρόλο «δολώματος» από τον ντετέκτιβ ενέχει και θέση προσωπικής εξιλέωσης, δίχως η τροπή αυτή ν’ αλλάζει για κανέναν λόγο τον αφόρητα νωχελικό ρυθμό του φιλμ. Η κριτική ματιά στην πλούσια élite, καθώς και η συμπαθής παρουσία του Ντεπαρντιέ που προσθέτει στον Μαιγκρέ μια εύθραυστη πτυχή της προσωπικότητάς του, προσδίδοντας στην αστυνομική δουλειά του ρόλο φαρμάκου για τη μίζερη (όπως έχει εξελιχθεί) ζωή του, επ’ ουδενί λυτρώνει από την ανύπαρκτη αφήγηση και το μηδαμινό σασπένς. Και για υποτιθέμενο policier, η συνειδητοποίηση αυτή αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα.