LOVE & MERCY (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Μουσική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπιλ Πόλαντ
- ΚΑΣΤ: Πολ Ντέινο, Τζον Κιούζακ, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Πολ Τζιαμάτι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 121'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ο Μπράιαν Γουίλσον της δεκαετίας του ’60, λίγο πριν την ηχογράφηση του album «Pet Sounds» των Beach Boys, «συναντά» τον ακόμη πιο διαταραγμένο εαυτό του, βουτηγμένο στα ψυχοφάρμακα της περιόδου των 80’s.
Τι ήταν, τελικά, ο Μπράιαν Γουίλσον; Ένας ανέκαθεν «κουνημένος» ψυχικά τύπος, αν και μουσικά ιδιοφυής ώστε να δημιουργεί pop αριστουργήματα στα 60’s, που «έκαψε» ακόμη περισσότερα εγκεφαλικά κύτταρα καταναλώνοντας γερές δόσεις LSD, για να τον αποτελειώσουν τα «θεραπευτικά» χάπια ενός τρελογιατρού στη δεκαετία του ’80; Τοποθετημένο ανάμεσα σε δύο χρονικές περιόδους του ζωντανού θρύλου που ηγήθηκε του συγκροτήματος των Beach Boys, το φιλμ του – γνωστότερου ως παραγωγού – Μπιλ Πόλαντ δεν καταφέρνει να απαντήσει ουσιαστικά, ούτε και, παραδόξως, να πάρει με κάποιον τρόπο το μέρος του ανθρώπου Γουίλσον, παρουσιάζοντας τη βιογραφία ενός «αλαφροΐσκιωτου» τύπου, έρμαιου των φοβιών και των «φωνών» που το «Love & Mercy» τον βάζει ν’ ακούει μέσα του.
Επιλέγοντας να ισορροπήσει (σαφώς επικίνδυνα) μεταξύ συμβάντων και fiction καταστάσεων, η ταινία του Πόλαντ γίνεται ένα αδέξιο μείγμα βιογραφικού δράματος με μουσικό background και αναπαράστασης «ρεπορταζιακού» υλικού που θα διάβαζες σε κάθε tabloid φυλλάδα, με κοινό ήρωα τον Γουίλσον και «τόπο» δράσης τις διαταραχές τού ιδίου, οι οποίες λειτουργούν (;) ως συνδετικός κρίκος της αφήγησης. Έτσι, η ταινία παραπαίει από τη γνήσια βιογραφία για μουσικούς μελετητές στην κουτσομπολίστικη, τηλεοπτικών προδιαγραφών «αποκαθήλωση» της προσωπικότητας του Γουίλσον, τον οποίο ελάχιστα δείχνει να συμπονά πραγματικά ο σκηνοθέτης.
Σαφώς πιο ενδιαφέρον το κομμάτι της δεκαετίας του ’60, σχεδόν συγκινεί με τις σκηνές της ηχογράφησης των session μουσικών για το album «Pet Sounds» (1966), τη δημιουργική κορωνίδα στη δισκογραφία του Γουίλσον, με πωλήσεις που απογοήτευσαν εκείνη την εποχή στις ΗΠΑ, δυναμιτίζοντας τις σχέσεις της μπάντας αλλά και τον εσωτερικό κόσμο τού Γουίλσον, ο οποίος βρήκε ένα νέο καταφύγιο στα ναρκωτικά. Το κομμάτι της δεκαετίας του ’80 δεν απέχει ιδιαίτερα από μια παραγωγή του καναλιού Lifetime, με το ρομάντζο ανάμεσα στον μουσικό και μια πωλήτρια πολυτελών αυτοκινήτων (που κατέληξε να γίνει η δεύτερη σύζυγός του) να συγκρούεται εξαιτίας του απόλυτου – αλχημικού – ελέγχου που είχε πάνω στον καλλιτέχνη ένας τρελογιατρός (ακόμη μια κάκιστη ερμηνεία του κάποτε ταλαντούχου Πολ Τζιαμάτι, ο οποίος πρόσφατα επιδεικνύει… αλλοπρόσαλλες περούκες ή χρωμοβαφές), με απώτερο σκοπό να καταχραστεί την περιουσία του Γουίλσον.
Η βασανιστικά μεγάλη διάρκεια του «Love & Mercy» κορυφώνεται σε ένα αναίτιο «πάντρεμα» των δύο πρωταγωνιστών που υποδύονται τον Γουίλσον, σε μορφή «κακού trip», με περισσότερο χαμένο τον Τζον Κιούζακ (στην πιο adult εποχή), που κυκλοφορεί απλά σαν σαλεμένος και δεν κάνει κανένα contact με την ερμηνεία τού Πολ Ντέινο. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Γουίλσον (και η σύζυγος, φυσικά!) συνεργάστηκε με τον Πόλαντ για τούτο το φιλμ, μπορεί μονάχα να πιστοποιήσει ότι ο άνθρωπος είναι όντως… τρελός, άρα μπορεί και να το κρίνω άδικα (;). Οποία ειρωνεία.