ΤΑ ΠΑΛΙΟΠΑΙΔΑ (2013)
(LES GAMINS)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντονι Μαρσιάνο
- ΚΑΣΤ: Μαξ Μπουμπλίλ, Αλέν Σαμπά, Μελανί Μπερνιέ, Σαντρίν Κιμπερλέν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Το τακίμιασμα και κρυπτοσπίτωμα ενός τραγουδιστή γάμων (που υπόσχεται στη μέλλουσα γυναίκα του, υπάλληλο του ΟΗΕ, ότι θα νοικοκυρευτεί) με τον 50άρη οσονούπω πεθερό του (που αντιδρά στη μετά κλιμακτηρίου συνταξιοδότησή του αφήνοντας την «κολλημένη» με τον Τρίτο Κόσμο σύζυγό του για να νεάσει παντοιοτρόπως) τινάζει την «καλή ώρα» και τις ζωές τους στον αέρα κατόπιν εμπλοκής τους με μουσική πολυεθνική. Θα το σώσει ο… Ίγκι Ποπ;
Αν δεν ταιριάζανε, δε θα συμπεθεριάζανε. Et nous, aussi. Αλλά όσο ευπρόσδεκτα ακομπλεξάριστο / άνετα ανσαμπλαρισμένο / χαριτωμένα γελαδερό κι αν προκύπτει συχνά το πρώτο κοινό ξεσάλωμα στο πανί ενός απ’ τους επιφανέστερους πολυμεσικούς (τηλεόραση, stand-up, βιντεάκια, τραγούδια) 10’s χιουμορίστες της Γαλλίας, του Μπουμπλίλ, με τον καρδιακό του Μαρσιάνο, συνθέτη και ιδιοκτήτη δισκογραφικής, αυτό το tube που σιγοτραγουδάει το «Ποιος Είναι το Αφεντικό», τη νέα αμερικανική κωμωδία παλιμπαιδισμού (από τους Φαρέλι μέσω του Σάντλερ ως τον Άπαταου), το «Ο Άλβιν και η Παρέα του» και τις ύστατες φάρσες του «Λαμπρούκου» Κωνσταντάρα, κακοφωνεί όταν παίζει… «Κάψε το Σενάριο».
Pas de vrai problème το ότι οι πλάκες κορδώνονται σχεδόν η μία μετά την άλλη ως βινιέτες απ’ τη στιγμή που σε παίρνει σβάρνα, καθαρτικά ασυνήθιστα για ευρωστουντιακό crowdpleaser, η χιονοστιβάδα ελευθεροστομίας και πολιτικής ανορθότητας, με ρεντίκολα τη φιλοζωία, τη φιλανθρωπία, τον ενήλικο αυνανισμό, τους Κινέζους / τους β΄ γενιάς beures / τους Γερμανούς, την εμπορία και χρήση χασίς, την αιδοιολειξία, την αποτρίχωση, τους gay, την κωμόπολη Montcul / την Μπουρκίνα Φάσο / το Ιράν, την παραδοσιακή εθνική υψηλή γαστρονομία και οινογνωσία, το Ορλί, την ξεπουλημένη βιομηχανία ασμάτων – ringtones, το twitter, τα αγγλικά. Putain, ακόμα κι ένα – δασκαλεμένο από τους ανεπρόκοπους – αγοράκι που φωνάζει μιμητικά σε Ησαΐα Χόρευε party «… την πουτάνα μου» και «καργιόλα» θα στην «κάνει» εδώ.
Το πρόβλημα είναι η ακαταστασία σ’ αυτό το… άντρο. Δεν μπορείς να πάρεις τοις μετρητοίς (με την κυριολεξία της φράσης, άλλο που δε θα ήθελε) μία σάτιρα του γαμο-«πακέτου», της ευθυνοφοβίας του αρσενικού, της σύγχρονης αντιστροφής των ρόλων των φύλων και του λαϊφσταϊλικά γεφυρωμένου χάσματος των γενεών – όταν, παρτάροντας, οι καταστάσεις στήνουν μια αμφίπλευρα ελαφρά τη καρδία εγκατάλειψη εστίας, οι συμπτώσεις ένα success story πενταγράμμου που φτάνει ως το Μαρακές, και η ίντριγκα επιστήθιας συγκρουσιακής «προδοσίας» ένα αγαπητικό και οικογενειακό happy end. Τουλάχιστον όχι, όταν η γραφίδα παράλληλα δίνει αβέρτα κώλο στους 2 αχαΐρευτους εις βάρος των θηλυκών αντίκρυ πόλων τους, μαμάς και κόρης. Που είναι άσφαλτες, ώριμες, hot, αλλά πρέπει να δεχτούν πίσω τους καλούς τους αφού η δραματουργία έχει προσφυώς εξευτελίσει (και χαρακτηρολογικά, με αμοραλιστικές τυφλές στροφές) τους αντιζήλους τους – τον νεότερο, έναν MILFομανή, με το διασημότερο γκαγκ τού «Κάτι Τρέχει με τη Μαίρη» στο τολμηρότερο.
Ο έτερος, ένας γείτονας – κελεπούρι κατά συρροή ιπποτικός με τη μαντάμ, έναν κλοσάρ, μια γριά, παιδιά κι έναν κωφάλαλο στο ίδιο πλάνο πρωταγωνιστεί στο πιο εμπνευσμένο οπτικό καλαμπούρι του φιλμ – και είναι με τέτοια ευρήματα που, εν πρώτοις, συγχωρείς αυτό το σελιλοζικό σωβινιστικό γουρούνι. Η πιο πρωτότυπη κινηματογραφική πρόταση γάμου της σεζόν (το φιλμ ξεκινάει ως ρομαντική κομεντί), ένα απολαυστικά αυτοσαρκαστικό cameo του Πατρίκ Μπρουέλ και, pièce de resistance, ο μεταφραστικός εξευτελισμός ενός πολεμοχαρούς Πέρση διεθνούς απεσταλμένου αγκαζάρουν πλείστους λοιπούς αστεϊσμούς, που (το δεύτερο ατού) καλομαθαίνονται… «Άθικτοι» στο χαλαρό ραντεβουδάκι mise en scène και ιλαρού παρεακίου.
Πλάι στον – σαν Ελμονινό στο πιο σκανταλιάρικο και ζεν πρεμιέ του – Μπουμπλίλ, τη – σαν υβρίδιο Ντεσανέλ και Κοτιγιάρ – Μπερνιέ, την Κιμπερλέν σε ευτράπελη εξαίρεση καριέρας, τον λίγο αμπλαούμπλα εδώ Σαμπά, προσέξτε και τη ραγδαία ανερχόμενη, εκπληκτική μικρή Μελουζίν Μαγιάνς ως pop idol – στριμάδι. Τι δουλειά, όμως, έχει σε 3 επιεικώς μούφα, μία-κι-έξω λήψεων εμφανίσεις ο Ίγκι Ποπ; Στην πραγματικότητα, χώθηκε γιατί είχε συναυλίες και (τον πρώτο ανεξάρτητό του) δίσκο στο Παρίσι. Στο OST «παίζει» έξυπνα ως και με διασκευές κομματιών του από παιδική χορωδία (η λυδία λίθος της ηχομπάντας)! Και στη μυθοπλασία στηρίζει φάλτσα, δίκην από μηχανής Θεού, το σολφέζ «τέλος καλό, όλα καλά» κομμάτι της πλοκής. Σαχλαμαρίζοντας με το «Wassuuup?» του «Scary Movie». Είπαμε. Malheureusement, είναι και κάφροι οι μπαγάσηδες…