ΤΟ ΛΥΣΑΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (2023)
(LE LIVRE DES SOLUTIONS)
- ΕΙΔΟΣ: Δραμεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μισέλ Γκοντρί
- ΚΑΣΤ: Πιερ Νινέ, Μπλανς Γκαρντέν, Φρανσουάζ Λεμπρίν, Φρανκί Γουαλάς, Καμίγ Ράδερφορντ, Μουράντ Μπουνταούντ, Στινγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Σκηνοθέτης που βλέπει πως οι παραγωγοί της επερχόμενης ταινίας του πάνε να τη… «σφάξουν» στο μοντάζ δίχως την έγκρισή του, κλέβει όλο το υλικό της και φυγαδεύεται μαζί με τους πιο στενούς του συνεργάτες στην επαρχιακή κατοικία μιας θείας του, ελπίζοντας εκεί να βρει την ελευθερία της δημιουργικής έκφρασης, πόσω μάλλον κι ένα final cut του… αμάζευτου από τα γυρίσματά του!
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Καλός, χρυσός και άγιος (στην τρέλα του) οπτικά ο Μισέλ Γκοντρί, αλλά στο σενάριο ποτέ δεν έβρισκε τις… λύσεις. Το «Λυσάρι της Ζωής» αποτελεί μάλλον το χειρότερο δείγμα κινηματογραφικής δουλειάς του, ένα γιγαντιαίο mess αναζήτησης λύτρωσης σε αυτοαναφορικό επίπεδο, που σταδιακά γυρίζει σαν boomerang προς τον ίδιο τον εαυτό του, σαρκάζοντας εξευτελιστικά την οραματική ελευθερία του κάθε δημιουργού που επιδιώκει να επιβάλλει τη… «λόξα» του με το άλλοθι της Τέχνης.
Το ξεκίνημα είναι πολύ ελπιδοφόρο και αστείο. Ο σκηνοθέτης Μαρκ Μπεκέρ παρουσιάζει στους παραγωγούς της επομένης ταινίας του ένα δείγμα από το μοντάζ της, εκείνοι… φρικάρουν εντελώς με το artsy fartsy του πράγματος και απειλούν να τον «στείλουν» από το project, παραδίδοντας πλήρως το φιλμαρισμένο υλικό του σ’ έναν πιο mainstream και «παραγγελιά» μοντέρ. Εκείνος, με την υποστήριξη των πιο στενών συνεργατών του, αδειάζει εντελώς το editing room και μετατρέπει σε mini studio για όλες τις δουλειές το επαρχιακό σπίτι μιας καλοκάγαθης μα σοφής θείας του. Στην πραγματικότητα, όμως, ούτε και ο ίδιος ξέρει πως πρέπει να ολοκληρώσει την αφήγηση του έργου του!
Άπαξ και η δράση της ταινίας περνά στην ύπαιθρο, ο Γκοντρί όχι μόνο δεν εντοπίζει το «Λυσάρι της Ζωής», αλλά χάνει και τον μπούσουλα του τι ακριβώς επιδιώκει να ειρωνευτεί ή να προστατεύσει από τα νύχια των (εκάστοτε) παραγωγών οι οποίοι δε σέβονται το «αρτίστικο» και την τρέλα της (πιο χειροποίητης, όπως κι εκείνος συνηθίζει) καλλιτεχνίας. Ατυχώς, η αιχμηρότητα των σχολίων του καταπνίγεται σταδιακά από μια σειρά εκκεντρικών αποφάσεων που φορτώνει στον ήρωά του. Ενώ ο Γκοντρί μπορεί να πιστεύει πως τα δρώμενα αιτιολογούν και υπερασπίζονται το ανεξάρτητο πνεύμα ενός δημιουργού, ο θεατής θα… ανατριχιάζει όλο και περισσότερο κάνοντας αντιπαραβολή με το πιο άγριο και φεστιβαλικό «art-house» που κυκλοφορεί εκεί έξω και σίγουρα θα σκεφτεί ή… να τραπεί σε φυγή από την αίθουσα πριν βγουν τα credits τέλους ή να βρισκόταν στη (φανταστική) θέση να… μπουκάρει μέσα στην ταινία, ν’ αρπάξει όλα τα αρχεία του αμοντάριστου φιλμ και να τα παραδώσει στους παραγωγούς του!
Υπάρχουν κάποιες λιγοστές στιγμές πλάκας ή ultimate κουλαμάρας, αλλά μετά την είσοδο του Στινγκ με το μπάσο του στο «Λυσάρι της Ζωής», η απογοήτευση πνίγει κάθε διάθεση, ακόμη και για ένα ελάχιστο μειδίαμα. Απορώ. Είναι, πια, τόσο «χαζεμένος» ο Γκοντρί, που δεν νοιώθει πως με τούτη την ταινία (περισσότερο) σκάβει και τον δικό του λάκκο;