ΕΥΑΙΣΘΗΤΕΣ ΧΟΡΔΕΣ (2016)
(LE COEUR EN BRAILLE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μισέλ Μπουζενά
- ΚΑΣΤ: Αλίξ Βαγιό, Ζαν-Σταν Ντι Πακ, Σαρλ Μπερλίνγκ, Πασκάλ Ελμπέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Μαθήτρια σχολείου με πάθος για τη μουσική και το βιολοντσέλο αντιμετωπίζει σπάνια ασθένεια που την κάνει να χάνει σταδιακά την όρασή της. Τσιμπημένος μαζί της αλλά σκράπας στα μαθήματα συμμαθητής τη βοηθάει να κρύψει το μυστικό της ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει στις εξετάσεις του ωδείου της, ενώ εκείνη του προσφέρει χείρα βοηθείας για τη βελτίωση των σχολικών επιδόσεών του.
Γεμάτη καλές προθέσεις είναι η ταινία τού εκ Τυνησίας προερχόμενου σκηνοθέτη Μισέλ Μπουζενά, ο γλυκανάλατος όμως τρόπος προσέγγισης που επιδεικνύει στο φιλμ του δεν επιτρέπει σε τούτο το σχολικό δράμα ενηλικίωσης να ξεφύγει από τα τυπικά (και αδιάφορα) βασικά.
Υπάρχει μια σχετική ομοιότητα με το πρόσφατο «Λάθος Αστέρι», όσον αφορά το ιατρικό κομμάτι της υπόθεσης, συναρτήσει της φιλίας που αναπτύσσουν οι δύο κεντρικοί ήρωες, αν κι εδώ δεν τίθεται θέμα ζωής ή θανάτου, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως η σταδιακή τύφλωση είναι κάτι το αμελητέο. Πλην όμως, στην κατηγορία ταινιών με εφήβους που πηγαίνουν ακόμα σχολείο και βρίσκουν τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, οι Αμερικάνοι σκηνοθέτες θαρρείς πως έχουν από δέκα ντοκτορά ο καθένας, ενώ για όλους τους υπόλοιπους (όχι μόνο για τους Γάλλους) μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος πως απλά δεν το ‘χουν, είτε δράμα γυρίζουν είτε κωμωδία εντός σχολικού κτηρίου.
Καταφέρνουν, παρ’ όλα αυτά, να πρωτοτυπήσουν ως έναν βαθμό οι «Ευαίσθητες Χορδές», αφού αυτό που ξεκινά σαν ερωτικό σκίρτημα του ορφανού από μητέρα μικρού Βικτόρ προς την άριστη (εν αντιθέσει με εκείνον) συμμαθήτριά του Μαρί, δεν εξελίσσεται σε προεφηβικό ειδύλλιο (όπως είθισται) αλλά παραμένει στα στενά όρια μιας καθαρόαιμης φιλίας, με όλα τα σκαμπανεβάσματα που μια σχέση ανάμεσα σε δύο παιδιά μπορεί να κρύβει. Οι τρόποι που βρίσκουν για να αλληλοβοηθηθούν στα προβλήματα τα οποία αμφότεροι κουβαλάνε έχουν μια γοητευτική παιδική αφέλεια, στα επίπεδα της σκανταλιάς ενίοτε, που ίσως ξυπνήσουν μνήμες από αθώα μαθητικά χρόνια. Από τη στιγμή, δε, που ο Βικτόρ πληροφορείται την ανίατη ασθένεια της καλής του φίλης, στέκεται σαν άτυπος πατέρας δίπλα της (παρά το νεαρότατο της ηλικίας του), μιας και ο αυστηρός και πάντα πολυάσχολος δικός της είναι χαμένος στις υποχρεώσεις του – και την αφόρητη σχηματικότητα του χαρακτήρα του.
Χωρίς ποτέ να γίνεται εντελώς φανερό το υποτιθέμενο ασίγαστο πάθος της Μαρί για το βιολοντσέλο της, με τις φορές που τη βλέπουμε να το πιάνει στα χέρια της να είναι ελάχιστες, εύλογα ο βασικός σεναριακός πυλώνας εκτροχιάζεται, αφήνοντας σε πρώτο πλάνο τις σχολικές περιπέτειες των δύο μικρών πρωταγωνιστών και τις σχέσεις τους με τους δασκάλους και συμμαθητές τους, καθώς και τα προβλήματα των σπιτιών τους, με τον ανήμπορο να ξεπεράσει τον χαμό της συζύγου του πατέρα του Βικτόρ να ξεσκονίζει το εγχειρίδιο του ρόλου «ο χήρος πατέρας». Κάπως έτσι, η επιχειρούμενη εξερεύνηση των συναισθημάτων των χαρακτήρων (κάθε ηλικίας) που εμφανίζονται εδώ καταντά εντελώς άχαρη, με το τελικό αποτέλεσμα να μένει σίγουρα μετεξεταστέο, κάνοντας καλή παρέα με τους βαθμούς του συμπαθούς Βικτόρ.