Η ΔΙΠΛΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΑ (1991)
(LA DOUBLE VIE DE VÉRONIQUE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κριστόφ Κισλόφσκι
- ΚΑΣΤ: Ιρέν Ζακόμπ, Βλαντισλάβ Κοβάλσκι, Κλοντ Ντανετόν, Γκιγιόμ ντε Τονκεντέκ, Λορέν Εβανόφ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Δύο γυναίκες με το ίδιο όνομα. Σε δύο διαφορετικές χώρες. Δε γνωρίζει η μια την άλλη. Ο θάνατος της μιας, όμως, δείχνει να επηρεάζει απότομα την ύπαρξη της άλλης. Υπάρχει ένας ρεαλιστικός συνδετικός κρίκος σ’ αυτές τις δύο ζωές;
Τεράστια εισπρακτική επιτυχία για το καλλιτεχνικό σινεμά στην εποχή του, το φιλμ που έκανε το όνομα του Κισλόφσκι παγκόσμια γνωστό επανέρχεται στη μεγάλη οθόνη για να αντιμετωπίσει… το πέρασμα του χρόνου περισσότερο, παρά εκείνους τους θεατές που παραληρούσαν κι ύστερα έτρεχαν ν’ αγοράσουν και το soundtrack του Πράισνερ. Αν και έχει επίσης ενδιαφέρον να δουν κι εκείνοι πώς έχει γεράσει μέσα τους ή μαζί τους αυτή η διπλή και όμοια στην όψη Βερόνικα, κάτοικος Πολωνίας και Γαλλίας, αντίστοιχα. Η μια σπουδάστρια σε ωδείο, με φωνή χαρισματική και σπάνιας χροιάς, ακολουθεί το ταλέντο της και σβήνει πάνω σ’ ένα κρεσέντο του πρώτου της κονσέρτου, η άλλη δασκάλα μουσικής σε μια επαρχιακή πόλη, απομακρύνεται από παρόμοια όνειρα και ακολουθεί το μίτο μιας ερωτικής ιστορίας κάπως ανεξήγητης.
Υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα που, πλέον, από το 1991 μέχρι σήμερα γίνεται ακόμη πιο εμφανές σε αυτή τη «Διπλή Ζωή». Φυσικά, λέγεται σενάριο. Απογυμνωμένο από την αισθητική ζεστασιά των εικόνων, το φιλμ του Κισλόφσκι αγκομαχά ν’ αγγίξει τις μεταφυσικές διαστάσεις που θα ήθελε να του προσδώσει ο δημιουργός και, για το σημερινό, ψυχρό μάτι του θεατή – κριτή, η ιστορία ακροβατεί στον αέρα και συνθλίβεται μέσα από κενά – τρύπες τα οποία καλύτερα να μην επιδιώξεις ν’ ακουμπήσεις γιατί έτσι μόλις χάθηκε κάθε «μαγεία» που διαθέτει η δύσ-μοιρη Βερόνικα.
Τι μένει απαράλλαχτο και αβάσταχτα ελκυστικό σε τούτη την ταινία; Οι λεπτομέρειες! Πράγματα που δεν μπορεί να αφηγηθεί καμία γλώσσα, στιγμές που δεν ακουμπούν οι λέξεις και εικόνες που δείχνουν σα να φτιάχτηκαν κατευθείαν από την καρδιά και το συναίσθημα. Εκεί κρυβόταν πάντα το μυστικό του Κισλόφσκι και όχι στα σενάρια. Ο τρόπος που κινηματογραφούσε τα πιο μικρά πράγματα. Τα ευρήματα που αναδείκνυαν λεπτομέρειες από την καθημερινότητα, μέσα από ένα αβέβαιο, σχεδόν από ένστικτο πλησίασμα του φακού. Αντανακλάσεις μέσα από διάφανες επιφάνειες που αλλοιώνουν το θέμα, παιχνιδίσματα με το φως πάνω σε αντικείμενα και πρόσωπα, κινήσεις που μετέτρεπαν την κάμερα σε ένα ακόμη ανθρώπινο σώμα που επεξεργάζεται τον εκάστοτε χαρακτήρα. Η «Διπλή Ζωή» ήταν η πρώτη ταινία στην οποία ο Κισλόφσκι αποθεώνει αυτό το «ερευνητικό» βλέμμα, παρασύροντάς σε σ’ αυτή την υποκειμενικά εύκολη προς την ταύτιση με το δικό σου εμπειρία. Η ματιά τού δημιουργού γίνεται δική σου, με τον πιο απλό τρόπο. Ακολουθεί βιαστικά την ηρωίδα καθώς τρέχει πατώντας με δύναμη μέσα σε μια λακκούβα από νερό, χαζεύει τον κόσμο μέσα από μια διάφανη μπίλια, τεντώνει ένα κορδόνι πάνω σ’ ένα καρδιογράφημα σα να θέλει να προσθέσει τις νότες που λείπουν από μια παρτιτούρα, γέρνει ελαφρά σ’ ένα παγκάκι και ο κόσμος όλος χάνει την ισορροπία του ή καταλήγει μέσα σ’ ένα λάκκο που κάποιοι άνθρωποι σκεπάζουν με χώμα. Όλα περασμένα μέσα από φίλτρα και γωνίες που υπηρετεί άξια ο διευθυντής φωτογραφίας Σλάβομιρ Ίντζιακ, στον οποίο ο Κισλόφσκι χρωστά τα μέγιστα.
Στην εποχή της δε με είχε πείσει η «Διπλή Ζωή της Βερόνικα». Μάλλον έχει να κάνει με το timing της ζωής. Αν εσύ ζεις κάτι πολύ έντονο στην πραγματική σου ζωή, αυτό με το οποίο πάει να σε «παραμυθιάσει» το σινεμά σού φαίνεται λίγο. Αν αυτό το έντονο συναίσθημα σού λείπει, τότε, ναι, μπορεί να πέσεις κι ανάσκελα και να σε βγάζουν έξω σηκωτό! Φοβούμαι πως στη δική μου περίπτωση, η επανεξέταση δεν έφερε τέτοια αποτελέσματα. Μονάχα έναν κάποιο θαυμασμό σε στιγμές απλότητας. Κι ένα χαμόγελο παραπανίσιας ευχαρίστησης στο άκουσμα εκείνου του διπλού «παρντόν» μιας σερβιτόρας που γυρνούσε με την κανάτα το café του σταθμού των τρένων ευγενικά. Ήταν το μόνο πράγμα που είχα κρατήσει από το φιλμ τόσα χρόνια. Σαν ένα σημάδι αναγνώρισης, εντελώς δικό μου. Ήταν πάλι εκεί. Στο ίδιο σημείο. Ήχος αγέραστος. Όλα τ’ άλλα φθαρμένα…