FreeCinema

Follow us

Η ΚΙΝΕΖΑ (1967)

(LA CHINOISE)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Λικ Γκοντάρ
  • ΚΑΣΤ: Ανν Βιαζέμσκι, Ζαν-Πιερ Λεό, Ζιλιέτ Μπερτό, Μισέλ Σεμενιακό, Λεξ Ντε Μπρουίζν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR

Οι διαφωνίες και η ζύμωση μιας ομάδας κομμουνιστών φοιτητών, καθώς προσπαθούν να περάσουν από την επαναστατική θεωρία στην τρομοκρατική δράση.

Η «Κινέζα» είναι ένα κομβικό σημείο για το σινεμά του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μια ταινία πολιτικό manifesto, στοιχείο που θα επαναλάβει αρκετές φορές στη συνέχεια της καριέρας του. Το μεγαλύτερο μέρος των διαλόγων του φιλμ αναλώνονται σε αναφορές προσώπων, ιστορικών στιγμών και πολιτικής θεωρίας. Η πλοκή ενεργοποιείται (μ’ έναν κάποιο τρόπο…) στην τρίτη πράξη της ταινίας, ενώ μέχρι τότε παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές ως φερέφωνα του Γκοντάρ, ν’ αναπαράγουν απόψεις στο αυτοσχέδιο μαοϊκό σχολείο τους. Θεωρώ ότι (μάλλον) ήταν ένα έργο για την εποχή του. Όταν τα επαναστατικά κινήματα και οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν μια ελπίδα για πολλούς, όταν κάτι μπορεί να άλλαζε στην καπιταλιστική κυριαρχία. Σήμερα μοιάζει τόσο κακογερασμένη, αν και θεωρώ πως και για το τότε ακόμη θα πρέπει ν’ αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά εκείνους οι οποίοι ζούσαν κι ανέπνεαν πολιτική θεωρία.

Το «σεναριακό» κείμενο είναι πηχτό και γεμάτο από πράγματα που πρέπει να έχει μελετήσει κανείς ώστε να τα κατανοήσει πλήρως. Το κοινό καλείται να το κάνει αυτό μέσα σε (μόλις) μιάμιση ώρα! Ταχύρρυθμο μάθημα και προσπάθεια ψυχαγωγίας, ταυτόχρονα; Τελικά, χάνουν και τα δύο. Σίγουρα, αν είσαι πολιτικά ενεργός και σ’ έχει απασχολήσει η αριστερή σκέψη, μπορείς ν’ ακολουθήσεις τη γενικότερη γραμμή των όσων λέγονται. Τις μικρές δυναμικές μέσα στην ομάδα και το θέμα κάθε σκηνής. Οι άπειρες αναφορές, ο τρόπος που κατακερματίζει την αφήγηση, η ψυχρότητα και η διαρκής διαλεκτικότητα των χαρακτήρων, μετατρέπουν το φιλμ σε εμπειρία μη προσβάσιμη. Είναι σαν να μας λέει ο Γκοντάρ πως ο κομμουνισμός και η μαζική απελευθέρωση είναι ένα ακαδημαϊκό ζήτημα, απομακρύνοντας τις μάζες ακόμη και από το ίδιο το έργο.

Σαν σκηνοθέτης, ο Γκοντάρ παίρνει τη δουλειά του στα σοβαρά. Δημιουργεί μια ποιητική δομή για το έργο του. Μέσα από πλάνα που επαναλαμβάνονται, μέσα από οπτικά μοτίβα, σπασίματα του «τέταρτου τοίχου» και παράθεση εικόνων ή καρτών κειμένου, φανερώνει μια ιδιαίτερα δουλεμένη ταινία που δεν θα μπορούσε να κάνει κανένας άλλος. Παρ’ όλα αυτά, πολλές φορές με έκανε να σκέφτομαι αν το κείμενο θα λειτουργούσε καλύτερα σαν μια σειρά από δοκίμια ή μια συζήτηση ανάμεσα στον δημιουργό και άλλους συντρόφους τους. Αυτή τη σκέψη μου την ενίσχυσε και η καλύτερη (προσωπικά μιλώντας) σκηνή της ταινίας. Όταν η πρωταγωνίστρια συναντά σ’ ένα τρένο έναν θεωρητικό και συνομιλούν για τις μορφές αντίστασης, τη φύση των επαναστάσεων και τα αποτελέσματά τους. Αυτή η σκηνή θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί σε μια μικρού μήκους ταινία, μονάχα με αυτή την αντιπαράθεση: του νέου, ενθουσιώδους και άπειρου, με το παλιότερο, μελετημένο και έμπειρο. Ή ακόμα και σε ένα μεγάλου μήκους… «My Dinner with Andre» για πολιτική θεωρία!

Σίγουρα, σε αυτή τη σκηνή αιχμαλωτίζεται το πόσο συναρπαστική είναι η αντιπαράθεση των πολιτικών απόψεων, κάτι με το οποίο οι περισσότεροι έχουμε παθιαστεί σε κάποια στιγμή της ζωής μας. Παθιασμένη και συναρπαστική, όμως, δεν είναι σε καμία περίπτωση η υπόλοιπη ταινία. Περισσότερο πρόκειται περί προβολής του ίδιου του Γκοντάρ, που χαϊδεύει το εγώ του και μας δείχνει πόσο έξυπνος είναι. Και, φυσικά, μπορεί να ήταν, όμως, το σινεμά για το οποίο… θα πέθαινε, δεν θα έπρεπε και ν’ απευθύνεται σε ένα κοινό; Τι έχει να κερδίσει ο θεατής από την «Κινέζα», πλέον; Το μάθημα πολιτικής θεωρίας σίγουρα το παίρνει καλύτερα από μια πολύωρη μελέτη, αν θέλει (και) να ξέρει για τι μιλάει. Θα του προσφέρει ψυχαγωγία, άραγε; Δύσκολο μου φαίνεται, αν και υπάρχουν κάποια ψήγματα μέσα στο φιλμ που θα έκαναν τους πάντες ν’ αναρωτηθούν γύρω από το γίγνεσθαι στον κόσμο μας (όσο ξεπερασμένη κι αν είναι η ανάλυση του Γκοντάρ, πια). Σε κάθε περίπτωση, αν τότε ήταν λίγοι, σήμερα είναι ακόμα λιγότεροι εκείνοι οι οποίοι θα πουν πως αυτή η μιάμιση ώρα πέρασε νεράκι…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το έργο απευθύνεται αυστηρά (και μόνο) σε οπαδούς του Ζαν-Λικ Γκοντάρ και σε όσους μελετούν τον κομμουνισμό εν γένει. Γι’ αυτό το κοινό, μπορώ να πω ότι είναι και πολύ σημαντική κιόλας. Όλοι οι υπόλοιποι, απλά, δεν θα περάσουν καλά. Πρόκειται για ένα διδακτικό οπτικοακουστικό δοκίμιο, το οποίο περνάει… βασανιστικά αργά. Κάτι ήξεραν οι Έλληνες διανομείς που το έβαλαν στο «ράφι»… από το 1967!


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.